Μια πρόσθετη χρόνια νοσηρότητα, που μπορεί να έχει σοβαρές επιπτώσεις στο σύστημα υγείας, στην αγορά εργασίας, στην ασφαλιστική κάλυψη και την οικονομία γενικά.

Συνέντευξη του Γιάννη Κυριόπουλου, Ομότιμου Καθηγητή Οικονομικών της Υγείας (ΕΣΔΥ), Προέδρου του Ινστιτούτου Οικονομικών της Υγείας στο Health Daily

Σε πρόσφατη ομιλία σας στο Πανελλήνιο Συνέδριο Ασθενών, κάνατε λόγο για το σύνδρομο «μετά-Covid-19», το οποίο δεν έχει ακόμα εξετασθεί διεξοδικά, και το οποίο, όπως εκτιμάτε, θα αντιμετωπίσουμε ως σύστημα υγείας στο προσεχές μέλλον. Μπορείτε να μας αναλύσετε τα πιθανά χαρακτηριστικά του συνδρόμου αυτού;

Είναι αλήθεια ότι ένας σημαντικός αριθμός ακόμη και ολιγοσυμπτωματικών ασθενών της Covid -19 παρουσιάζουν μια σειρά, μη επαρκώς ταξινομημένων, συμπτωμάτων σε ύστερο χρόνο. Στο πλαίσιο αυτό, η επιστημονική κοινότητα έχει αποδώσει στο φαινόμενο το όνομα «μεταCovid σύνδρομο». Τα συμπτώματα του συνδρόμου αυτού εμφανίζουν μια ποικιλία συμπτωμάτων διαφορετικών ανά ασθενή, ως προς τη βαρύτητα αλλά και ως προ τη διάρκεια ανεξαρτήτως της ηλικίας του πάσχοντος. Τα πλέον συνήθη συμπτώματα που έχουν καταγραφεί είναι η χρόνια ή παρατεταμένη κόπωση, κεφαλαλγία, ζάλη, ανοσμία, δύσπνοια, αρθραλγία, ταχυκαρδία και άλλα από όλα σχεδόν τα συστήματα. Διάφορα πρώιμα εμπειρικά ευρήματα, από άλλες χώρες, δείχνουν ότι τουλάχιστον το 10% του συνολικού αριθμού των ασθενών παρουσιάζουν, άλλοτε άλλης διάρκειας, συμπτώματα ενώ μια πρόσφατη έρευνα αναβιβάζει το ποσοστό αυτό στους βαρέως νοσούντες μεσήλικες σε 75%.

Προφανώς οι πρώτες εκτιμήσεις, από διάσπαρτες μελέτες, δεν έχουν πάντα την οφειλόμενη επιστημονική ακρίβεια, αλλά είναι ενδεικτικές του επερχόμενου φορτίου ζήτησης και των πρόσθετων υπηρεσιών υγείας που θα απαιτηθούν στη επόμενη περίοδο. Στις πλέον σοβαρές περιπτώσεις εντοπίζονται τα προβλήματα στο αναπνευστικό σύστημα (30%), στο κεντρικό νευρικό (10%), στο καρδιαγγειακό (10% ή κατ’ άλλους 30%), στο μυοσκελετικό και κινητικό (10%), ενώ επίσης αναφέρεται ότι εμφανίζονται κάποιας μορφής νεφρικές βλάβες (35%). Με βάση αυτές τις μελέτες παρατήρησης, φαίνεται ότι σε όρους πρόσβασης και κλινικής διαχείρισης η προσαρμογή των υγειονομικών υπηρεσιών είναι και αναγκαία και επείγουσα. Συχνά το «μεταCovid σύνδρομο» συνοδεύεται και από το σύνδρομο της «μεταϊικής κόπωσης», που χαρακτηρίζεται από μακροχρόνια κόπωση και άλλα συμπτώματα, που περιορίζουν δραστικά την ικανότητα του ατόμου να ανταπεξέρχεται στην εργασία ακόμη και στις καθημερινές δραστηριότητες.

Συμπερασματικά, η δυσμενής αυτή εξέλιξη, προφανώς συντελεί στην αύξηση της χρόνιας νοσηρότητας και ως εκ τούτου της ζήτησης υπηρεσιών υγείας, με αρνητικές επιπτώσεις στην υγεία και την ευεξία του πληθυσμού καθώς και στην επιβάρυνση των προϋπολογισμών στην ασφάλιση υγείας αλλά και την οικονομία γενικότερα.

Ποιές είναι οι εκτιμώμενες επιπτώσεις του συνδρόμου αυτού τόσο στη γενική υγεία του πληθυσμού, όσο και στο σύστημα υγείας της χώρας μας;

Ένα από τα πλέον σημαντικά προβλήματα του υγειονομικού τομέα στη χώρα -πλην της δημογραφικής ωρίμανσης- είναι η χρόνια νοσηρότητα της οποίας η αυτοαναφερόμενη συχνότητα ανέρχεται στο 42% του πληθυσμού. Η κατάσταση αυτή, επιδρά δυσμενώς στο ποιοτικώς σταθμισμένο προσδόκιμο επιβίωσης στις ηλικίες άνω των 65 ετών, σε σχέση με το φυσικό προσδόκιμο και υπολείπεται σημαντικά σε σύγκριση με πολλές άλλες χώρες της ευρωπαϊκής περιοχής. Η διαπίστωση αυτή παραπέμπει στην ανάγκη προτεραιοποίησης, της αντιμετώπισης των χρόνιων νοσημάτων, στην agenda της πολιτικής υγείας.

Η χρόνια νοσηρότητα αποτελεί ακόμη τον μεγαλύτερο χρήστη υπηρεσιών υγείας στη χώρα μας (6 φορές περισσότερο κατά κεφαλήν χρήση, σε σχέση με το γενικό πληθυσμό) και συνεπώς η συμβολή του στην αύξηση της δαπάνης υγείας είναι υψηλή. Προφανώς η εμφάνιση ενός πρόσθετου κύματος χρόνιας νοσηρότητας πρόκειται να προκαλέσει αύξηση της ζήτησης και παρεπόμενα της δαπάνης υγείας.

Υπό το πρίσμα αυτό, απαιτείται η αναδιάρθρωση των υπηρεσιών υγείας στην κατεύθυνση υποδοχής της ζήτησης αυτού του τύπου προς τρεις πλευρές. Η πρώτη αφορά την προετοιμασία σε όρους κλινικής εκπαίδευσης των επαγγελματιών της πρωτοβάθμιας φροντίδας υγείας και η δεύτερη την επαναλειτουργία -σε μια «μεταμοντέρνα» εκδοχή- των ειδικών νοσοκομείων μεταδιδόμενων νοσημάτων, δεδομένου ότι τα επαναλαμβανόμενα πανδημικά κύματα των τελευταίων δεκαετιών έδειξαν ότι ο 21ος αιώνας, είναι πράγματι ο αιώνας των ιών. Η τρίτη σχετίζεται με την υποστήριξη της εκπαίδευσης και της έρευνας στη δημόσια υγεία και την πρωτοβάθμια φροντίδα υγείας και την ενίσχυση του ανθρώπινου και διανοητικού κεφαλαίου του τομέα αυτού.

Η εξέλιξη αυτή έχει προφανώς επιπτώσεις στην ασφάλιση υγείας και ειδικότερα στην αύξηση της δαπάνης. Έτσι ώστε αν επιβεβαιωθούν οι εκτιμήσεις που γίνονται σε διάφορες χώρες, η αναγωγή τους για τη χώρα μας, προσεγγίζει μια τάξη μεγέθους 0.7-1.0% του ΑΕΠ, που καταμερίζεται στα νοικοκυριά και το κράτος.

Αλλά μπορεί να ελεγχθεί και να μειωθεί με την έγκαιρη εφαρμογή του κατάλληλου εμβολιαστικού προγράμματος και των αναγκαίων προσαρμογών που απαιτούνται στις υπηρεσίες ιατρικής περίθαλψης για την διαχείριση της χρόνιας νοσηρότητας.

Για ποιο λόγο η ιατρική κοινότητα στη χώρα μας κατά τη γνώμη σας δεν έχει ασχοληθεί ειδικά ως σήμερα με το θέμα;

Καταρχήν οφείλεται η μέγιστη δυνατή αναγνώριση και ο δημόσιος και έμπρακτος έπαινος στους γιατρούς, τους νοσηλευτές και τους υγειονομικούς του δημόσιου συστήματος υγείας. Πράγμα που αποδεικνύει ότι το ανθρώπινο δυναμικό αποτελεί το συγκριτικό πλεονέκτημα του υγειονομικού τομέα και παραπέμπει στην ανάγκη μιας πολιτικής επενδύσεων στην εκπαίδευση, την έρευνα, τις συνθήκες εργασίας και αποζημίωσης που υπερβαίνουν την συνήθη αναποτελεσματική πολιτική πρακτική. Η ιατρική κοινότητα στη χώρα βρίσκεται σε μια κατάσταση συναγερμού με εστίαση στην παρούσα οξεία φάση της πανδημίας και την κλινική διαχείρισή της. Παρά ταύτα υπάρχουν αξιοσημείωτες προσπάθειες έρευνας για την κατανόηση του φαινομένου κυρίως από την κλινική και επιδημιολογική οπτική.

Υπό το πρίσμα της έρευνας υπηρεσιών υγείας οι ανάλογες πρωτοβουλίες πρέπει να αναληφθούν για την προετοιμασία της επόμενης ημέρας. Δεδομένου ότι η εκδήλωση της ζήτησης επέρχεται συνήθως σε δεύτερο χρόνο και ως εκ τούτου απαιτείται μια κρίσιμη περίοδος ωρίμανσης.

Σε κάθε περίπτωση, το ζήτημα αυτό σχετίζεται και με τις αναγκαίες κρατικές παρεμβάσεις διαρθρωτικών αλλαγών που συνήθως αργούν, αλλά είναι απαραίτητες για την κινητοποίηση των ερευνητικών και εκπαιδευτικών υπηρεσιών που υποστηρίζουν την ανάπτυξη των κατάλληλων υπηρεσιών της φροντίδας υγείας.

Στο πλαίσιο αυτό, η έμφαση στην κοινωνική υποστήριξη και τη ψυχολογική συμβουλευτική των ασθενών και των νοικοκυριών συνιστά επίσης μια παράμετρο για την ποιότητα της ιατρικής στα πλαίσια της ολοκληρωμένης φροντίδας υγείας.

Στο εξωτερικό έχουν υπάρξει μελέτες και επιστημονικές συζητήσεις επί αυτού;

Παρά την σφοδρότητα του κύματος της πανδημίας, στις αγγλοσαξωνικές χώρες έχουν εμφανιστεί κάποιες πρώτες έρευνες που αφορούν κυρίως την κλινική επιδημιολογία, την συμπτωματολογία του συνδρόμου και τη συχνότητα αυτής. Η δραστηριότητα αυτή, είναι επί του παρόντος σποραδική και αποσκοπεί στην κλινική προτυποποίηση του «μεταCovid συνδρόμου». Παράλληλα, το ενδιαφέρον στρέφεται κυρίως στην έρευνα των οικονομικών επιπτώσεων στο σύστημα υγείας αλλά και στους ασφαλιστικούς οργανισμούς, πράγμα που κινητοποιεί και την αντίστοιχη πολιτική προβληματική, δεδομένου ότι αυτή η πρόσθετη χρόνια νοσηρότητα μπορεί να έχει σοβαρές επιπτώσεις στην αγορά εργασίας, στην ασφαλιστική κάλυψη και την οικονομία γενικά.

Εάν υπάρξει μια καλύτερη εικόνα στη χώρα μας από πλευράς κρουσμάτων, διασωληνώσεων και θανάτων, ενδέχεται να υπάρξει και πάλι χαλάρωση κάποιων μέτρων και λειτουργία της οικονομίας. Από την πλευρά της δημόσιας υγείας, ποια θα πρέπει να είναι τα σωστά βήματα, αυτά που θα αποτρέψουν την επάνοδο των δυσμενών αποτελεσμάτων;

Το κρίσιμο σημείο, στον έλεγχο και την διαχείριση της πανδημίας είναι τα ισοδύναμα του λοκντάουν μέτρα δημόσιας υγείας, τα οποία συνοψίζονται σε παρεμβάσεις κοινοτικού προσανατολισμού με επίκεντρο τους πληθυσμούς ομαδικής συμβίωσης και εργασίας, επικοινωνιακής σαφήνειας και καθαρότητας και εναλλακτικού καταμερισμού του χώρου και του χρόνου των οικονομικών και κοινωνικών δραστηριοτήτων στις μεταφορές, στο λιανικό εμπόριο, την εστίαση, τη σχολική λειτουργία.

Παρά το γεγονός ότι η προσέγγιση αυτή έχει αναδειχθεί επαρκώς από την οπτική της δημόσιας υγείας, εντούτοις δεν έχει γίνει πλήρως αντιληπτή και αποδεκτή σε όρους πολιτικής και επιχειρησιακής πρακτικής. Πρόκειται για το αποτέλεσμα της υποστροφής των υπηρεσιών δημόσιας υγείας -κατά την διάρκεια των τελευταίων δεκαετιών- στον δυτικό κόσμο και στη χώρα μας.

Ακόμη, η θέσπιση θετικών κινήτρων -πλην των προστίμων- μπορεί να οδηγήσει σ’ ένα κινητοποιητικό μηχανισμό bonusmalus, για την υιοθέτηση στάσεων ευθύνης, βελτίωσης της συμμόρφωσης των πολιτών και υιοθέτησης ενός εναλλακτικού τρόπου οργάνωσης της εργασίας και της καθημερινής ζωής.

Αλλά το μείζον ζήτημα είναι πολιτικής φύσης, δηλαδή η ανάδειξη της δημόσιας υγείας και η ανάπτυξη των μηχανισμών της. Η διάσταση αυτή δεν προσλαμβάνονται επαρκώς από το πολιτικό σύστημα και την κοινότητα των επαγγελματιών υγείας. Η υποβάθμιση αυτής της διάστασης μετά τη λήξη του λοκντάουν, επέφερε την πρόσφατη παλινδρόμηση και την μη κεφαλαιοποίηση των επιτευγμάτων της πρώτης φάσης.

Εξάλλου, τα φαινόμενα αυτά παρατηρήθηκαν σε πολλές ευρωπαϊκές χώρες, στις οποίες η περιθωριοποίηση της δημόσιας υγείας, τις τελευταίες δεκαετίες, συγκρότησαν την εικόνα της «αποτυχίας» της Δύσης για τον έλεγχο και τη διαχείριση της πανδημίας.

Η δημόσια συζήτηση τις τελευταίες ημέρες περιστρέφεται γύρω από το εμβόλιο, την διαθεσιμότητά του για τη χώρα μας, αλλά και τον τρόπο εμβολιασμού των διαφορετικών ομάδων πληθυσμού. Ποια κατά την άποψή σας τα σημεία που θα πρέπει να λάβει υπόψιν της η Πολιτεία για την καλύτερη δυνατή έκβαση του εμβολιασμού αυτού για τους πολίτες, δεδομένων και των αντιεμβολιαστικών τάσεων που καταγράφονται στον πληθυσμό;

Η παρασκευή των εμβολίων για την αντιμετώπιση της Covid-19 αποτελεί υπό το πρίσμα της σύντμησης του χρόνου ένα μεγάλο επίτευγμα στην σύγχρονη υγειονομική ιστορία. Δεκάδες χιλιάδες ερευνητές και εκατοντάδες χιλιάδες στελέχη, από τα πανεπιστήμια, τα ερευνητικά κέντρα και τις επιχειρήσεις φαρμακευτικής τεχνολογίας, καταβάλλουν εργώδεις προσπάθειες για την παραγωγή μιας μεγάλης σειράς εμβολίων που βασίζονται σε εναλλακτικές επιστημονικές βάσεις παρασκευής.

Πρόκειται για μια «χρυσή σελίδα» της τεχνολογίας -ειδικότερα σε όρους χρόνου- στην υπόθεση αντιμετώπισης μιας πανδημίας, δεδομένου ότι τα εμβόλια αποτελούν το βασικό οπλοστάσιο στην υπόθεση της δημόσιας υγείας.

Στο πλαίσιο αυτό, η Ευρωπαϊκή Ένωση αλλά και η ελληνική πλευρά, επέδειξαν μια αξιοσημείωτη έγκαιρη και οργανωμένη αντίδραση που πρόκειται να επιτρέψει σε σύντομο χρόνο την εφαρμογή, σε προαιρετική βάση βεβαίως, ενός εμβολιαστικού προγράμματος, για την επίτευξη καθολικής ανοσίας στην κοινότητα, με εμβόλια που παρέχουν ασφάλεια και έχουν υψηλότατη αποτελεσματικότητα, όπως δείχνουν τα αποτελέσματα των κλινικών δοκιμών.

Στην εξέλιξη αυτή, πλην του αναμενόμενου ανταγωνισμού μεταξύ των εταιρειών παραγωγής, ελλοχεύει και η αντιπαράθεση των χωρών παραγωγής (Ηνωμένες Πολιτείες, Γερμανία, Ηνωμένο Βασίλειο, Κίνα και Ρωσία). Η κατάσταση αυτή λαμβάνει χαρακτηριστικά οιονεί γεωπολιτικού ανταγωνισμού και ταυτόχρονα εμφανίζει και συμπτώματα μιας λανθάνουσας ενδοδυτική διαμάχη.

Στα τελικά αποτελέσματα αυτής της ιδιότυπης κατάστασης πρόκειται σε δεύτερο χρόνο να βαρύνουν η αποτελεσματικότητα στις ομάδες των ηλικιωμένων και των ευπαθών ομάδων του πληθυσμού, οι τεχνικές μεταφοράς και διάθεσης καθώς και οι τιμές, δεδομένου ότι τα προγράμματα εμβολιασμού σχεδιάζονται σε ετήσια βάση, σε μακροχρόνια προοπτική.

Στα πλαίσια αυτά, αναδύεται και το μείζον πρόβλημα της αποδοχής και της συμμόρφωσης του κοινού στην προσπάθεια επίτευξης καθολικού εμβολιασμού. Στο σημείο αυτό, σημειώνεται η συνάντηση τριών αντιδραστικών σχηματισμών όπως οι ιρρασιοναλιστές αρνητές της ύπαρξης του φαινομένου της πανδημίας, το επίσης ανορθολογικό αντιεμβολιαστικό κίνημα και οι πάσης φύσεως ακτιβιστές της λαϊκιστικής δεξιάς και αριστεράς. Ο αντίλογος οφείλει να είναι άμεσος, τεκμηριωμένος και σοβαρός χωρίς την εμπλοκή παρεμβάσεων κρατικιστικού διοικητισμού, που υπεισέρχεται σε ζητήματα δικαιωμάτων και ελευθεριών ελεύθερης έκφρασης. Το κράτος προστασίας ακόμη και σε περιόδους κρίσης και καταστάσεων εξαίρεσης δεν επιτρέπεται να πλήττει τις αξίες του κράτους δικαίου.