Τα πρόσφατα δεδομένα από τις κλινικές δοκιμές του εμβολίου της Astrazeneca, όσον αφορά την καθυστέρηση της χορήγησης της δεύτερης δόσης για το εμβόλιο κατά της COVID-19, σχολιάζει με άρθρο του, ο καθηγητής Πολιτικής της Υγείας της Σχολής Οικονομικών και Πολιτικών Επιστημών του Λονδίνου (LSE), Ηλίας Μόσιαλος.

Μεταξύ άλλων στο άρθρο του, ο καθηγητής αναφέρει ότι το εμβόλιο του πανεπιστημίου της Οξφόρδης και της AstraZeneca έχει εγκριθεί για επείγουσα χρήση από τη ρυθμιστική αρχή του Ηνωμένου Βασιλείου, και από τον ευρωπαϊκό οργανισμό φαρμάκων για χρήση με σχήμα δύο τυπικών δόσεων.

Ο περιορισμένος αριθμός δόσεων, οι παγκόσμιες ελλείψεις στη διαθεσιμότητα των εμβολίων, αλλά και τα υπάρχοντα αποτελέσματα από τις κλινικές δοκιμές – σύμφωνα με την AZ- έφεραν τη συζήτηση και τελικά την αλλαγή του σχήματος των εμβολιασμών, αναφορικά με το αρχικό μεσοδιάστημα 4 εβδομάδων μεταξύ των 2 δόσεων. Ωστόσο, σύμφωνα με

προδημοσίευση στο The Lancet μιας συγκεντρωτικής ανάλυσης κλινικών δοκιμών του εμβολίου της AstraZaneca, και κάποιων αναλύσεων για την αποτελεσματικότητα της επέκτασης του διαστήματος μεταξύ 1ης και 2ης δόσης, η αποτελεσματικότητα ήταν υψηλότερη όταν μεσολαβούσε μεγαλύτερο μεσοδιάστημα. Δηλαδή με μεσοδιάστημα 12 εβδομάδες και άνω, η αποτελεσματικότητα καταγράφηκε στο 82,4σε σύγκριση με αποτελεσματικότητα εμβολίου 54,9% όταν το μεσοδιάστημα ήταν μικρότερο από 6 εβδομάδες. «Τα στοιχεία αυτά είναι ενθαρρυντικά γιατί στηρίζουν τη δυνατότητα εμβολιασμών με μία μόνο δόση, ή και με μια δεύτερη δόση που χορηγείται μετά από μια περίοδο 3 μηνών (στην περίπτωση της ΑΖ). Διαφαίνεται δηλαδή μια εναλλακτική αποτελεσματική στρατηγική», τονίζει στο άρθρο του ο κ. Μόσιαλος.