Οι ανησυχίες που πολλοί εκφράζουν για τα μη-mRNA εμβόλια των AstraZeneca, Novavax και Johnson & Johnson, σε σχέση με τα εμβόλια mRNA των Pfizer/BioNTech και Moderna, δεν δικαιολογούνται από τα δεδομένα, ιδιαίτερα όσον αφορά την πιθανότητα εκδήλωσης βαριάς και επικίνδυνης Covid-19. Τα παραπάνω τονίζει σε ανάρτηση του σε μέσο κοινωνικής δικτύωσης, ο καθηγητής Πολιτικής της Υγείας, στο LSE, Ηλίας Μόσιαλος. Επισημαίνει ότι ήμασταν ιδιαίτερα τυχεροί, επειδή τα πρώτα δύο εμβόλια που ολοκλήρωσαν τις κλινικές δοκιμές (Pfizer/BioNTech και Moderna) ήταν εξαιρετικά αποτελεσματικά, με αποτελεσματικότητα της τάξης του 95%, ενώ η αναμενόμενη από πολλούς ειδικούς ήταν 50-70%. Ακολούθησαν οι ανακοινώσεις των AstraZeneca, Novavax και Johnson & Johnson και αρκετοί άρχισαν να θεωρούν ότι αυτά είναι ‘κατώτερα’ εμβόλια. Είναι όμως όντως υποδεέστερα αυτά τα εμβόλια ή είναι χρήσιμα στη μάχη απέναντι στον ιό, αναρωτιέται ο κ.Μόσιαλος και από την ανάλυση του προκύπτει το δεύτερο.

Ο καθηγητής αναφέρει ότι τα τρία εμβόλια των AstraZeneca, Johnson & Johnson και το ρωσικό Sputnik-V είναι παρόμοια στην τεχνολογία ανάπτυξης (ιικού φορέα), ενώ της Novavax είναι πρωτεϊνικού τύπου. Τα αποτελέσματα όμως από τις κλινικές μελέτες τους αναφέρονται σε διαφορετικές περιόδους ανάλυσης μετά τον εμβολιασμό, οπότε δεν μπορούν να συγκριθούν ένα προς ένα ούτε αυτά τα τέσσερα εμβόλια μεταξύ τους, ούτε με τα αρχικά δύο.

Όσον αφορά το εμβόλιο της AstraZeneca, βασιζόμενος στα μέχρι τώρα δεδομένα, θεωρεί πως δεν θα υπάρχει τελικά ηλικιακή διαφοροποίηση. Αλλά όπως τονίζει, θα περιμένουμε και τη συλλογή των αποτελεσμάτων από τις τρέχουσες μελέτες, ώστε να έχουμε μεγαλύτερο κλινικό δείγμα προς ανάλυση. «Γνωρίζουμε και από τις προηγούμενες φάσεις της κλινικής δοκιμής (με μικρότερο αριθμό δεδομένων) πως οι άνω των 65 ετών που εμβολιάστηκαν, ανοσο-αποκρίθηκαν αποτελεσματικά μετά τους εμβολιασμούς. Γνωρίζουμε επίσης πως τα -παρόμοιας τεχνολογίας- εμβόλια Johnson & Johnson και Sputnik-V, ήταν αποτελεσματικά και σε αυτές τις ηλικίες. Δεν περιμένω επομένως να υπάρξει ηλικιακή διαφοροποίηση», τονίζει μεταξύ άλλων ο καθηγητής.