Ο βαθμός στον οποίο η προηγούμενη μόλυνση με τον ιό SARS-CoV-2 παρέχει προστασία σε επακόλουθη επαναμόλυνση δεν έχει εκτιμηθεί  πλήρως. Ερευνητές από την Δανία δημοσίευσαν στο περιοδικό Lancet τα αποτελέσματα μιας μεγάλης μελέτης που βασίστηκε στην καταγραφή όλων των μοριακών τεστ που έγιναν το 2020 στη χώρα.  Οι Καθηγητές της Θεραπευτικής Κλινικής της Ιατρικής Σχολής του ΕΚΠΑ, Ευστάθιος Καστρίτης και Θάνος Δημόπουλος (Πρύτανης ΕΚΠΑ), συνοψίζουν τα κύρια ευρήματα της μελέτης

Μεταξύ των θετικών ατόμων από το πρώτο κύμα της πανδημίας, 72 (δηλαδή 0.65%) βρέθηκαν ξανά θετικά σε μοριακό τεστ κατά τη διάρκεια του δεύτερου κύματος, σε σύγκριση με 3.27% των ατόμων που ήταν αρνητικά στο πρώτο κύμα. Αυτά τα αποτελέσματα αντιστοιχούν σε προστασία έναντι της επαναλοίμωξης κατά 80.5%. Μεταξύ των ατόμων ηλικίας 65 ετών και άνω όμως, παρατηρήθηκε ότι η προστασία έναντι της επαναλοίμωξης ήταν 47% ενώ η εκτιμώμενη προστασία ήταν παρόμοια για τα δύο φύλα.  Αν και στη μελέτη από την Δανία τα ευρήματα έδειξαν σχετικά χαμηλή προστασία έναντι της επαναμόλυνσης σε άτομα ηλικίας 65 ετών και άνω σε σύγκριση με νεότερα άτομα μιας άλλη μελέτης, με διαφορετικό σχεδιασμό, βρήκε ότι υπήρχε υψηλός βαθμός προστασίας και μεταξύ των πιο ηλικιωμένων. Τα δεδομένα αυτά  δείχνουν ότι ο εμβολιασμός ατόμων που είχαν προσβληθεί στο παρελθόν από τον ιό πρέπει να γίνει κανονικά επειδή μπορεί να μην αρκεί η φυσική προστασία.

Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει η πιθανότητα επαναμόλυνσης των εργαζομένων στον τομέα της υγείας λόγω του υψηλού κινδύνου έκθεσης τους στον ιό και των συχνών τεστ που υποβάλλονται ανεξάρτητα από κλινικά σημεία και συμπτώματα. Ενδιαφέρον είναι επίσης ότι δεν φάνηκε να εξασθενεί η  προστασία με την πάροδο του χρόνου (ήταν παρόμοια για άτομα με 3–6 μήνες παρακολούθησης έναντι αυτών με περισσότερους από 7 μήνες παρακολούθησης.

Οι εκτιμήσεις της μελέτης αυτής για τη συνολική προστασία μετά από προηγούμενη λοίμωξη με SARS-CoV-2, συμφωνούν με αρκετές άλλες μελέτες από το Ηνωμένο Βασίλειο, το Κατάρ και τις ΗΠΑ, που ανέφεραν ότι η επαναμόλυνση ήταν σπάνια και εμφανίστηκε σε λιγότερο από το 1%, σε όλες οι περιπτώσεις COVID-19. Η διάρκεια της προστασίας έναντι της επαναλοίμωξης από τον SARS-CoV-2 παραμένει άγνωστη επειδή έχει παρέλθει πολύ λίγος χρόνος από την αρχή της πανδημίας, αλλά μία μελέτη σε περισσότερες από 20.000 εργαζόμενους στον τομέα της υγείας στο Ηνωμένο Βασίλειο διαπίστωσε ότι ο κίνδυνος μειώθηκε κατά 83% για τουλάχιστον 5 μήνες μετά την πρωτογενή λοίμωξη.

Επειδή οι  νέες παραλλαγές του SARS-CoV-2 εμφανίστηκαν πρόσφατα στη Δανία, με κάποιες από αυτές να είναι γνωστό ότι είναι πιο μεταδοτικές από τις αρχικές, η μελέτη δεν μπορεί να αξιολογήσει την πιθανή τους επίδραση στον κίνδυνο επαναμόλυνσης.