Μελέτη της κινητικής των Τ-κυττάρων και αντισωμάτων οδήγησε στην ανακάλυψη πεπτιδίων επιτόπων των Τ-κυττάρων που συμβάλλουν στην ανοσολογική απόκριση μακράς διάρκειας ασθενών COVID-19. Σε πρόσφατες εργασίες στο Science, Translational Medicine και Nature, Immunology οι ερευνητές μελέτησαν τη χημική και κυτταρική ανοσία, συγκεκριμένα την παραγωγή αντισωμάτων και Τ-κυττάρων έναντι του ιού SARS-CοV-2.  Στη μελέτη αυτή συμμετείχαν 52 εθελοντές με SARS-CοV-2 για περίοδο παρακολούθησης 6-8 μήνες μετά τη μόλυνση. Κατά τη διάρκεια της παρακολούθησης παρατηρήθηκε προοδευτική μείωση των αντισώματα έναντι της πρωτεΐνης spike, ενώ αντίθετα, παρατηρήθηκε ότι η απόκριση των Τ-κυττάρων (και συγκεκριμένα των CD4+) παρέμεινε σταθερή και συχνά ο πληθυσμός τους βρέθηκε αυξημένος γεγονός που αναδεικνύει τη σημασία της κυτταρικής ανοσίας, συγκριτικά με τη χημική (παραγωγή αντισωμάτων). Επίσης παρατηρήθηκε, όπως έχει ανιχνευθεί και σε διάφορες άλλες ιϊκές λοιμώξεις, η ποικιλομορφία των Τ-κυττάρων. Δηλαδή, εντοπίστηκαν πολλαπλοί αντιγονικοί, πεπτιδικοί επίτοποι του ιού που αναγνωρίζονται ως αντιγόνα από τα Τ-κύτταρα που δείχνουν να είναι πολύ σημαντικό για την επίτευξη μακροχρόνιας κυτταρικής ανοσίας. Αυτά τα αποτελέσματα, μετά από την επιβεβαίωση τους σε μεγαλύτερους πληθυσμούς ασθενών, θα μπορούσαν να αξιοποιηθούν  για την ανάπτυξη εμβολίων με σύσταση τα πολλαπλά ανιχνευθέντα πεπτίδια. Μάλιστα, πολλά από αυτά είναι κοινά σε συνήθεις ιούς του κρυολογήματος, τον SARS-CoV-1 αλλά και στον προηγούμενο θανατηφόρο ιό MERS-CoV. Επιπλέον, η μέθοδος είναι γενική και μπορεί να εφαρμοστεί σε άλλες ασθένειες, πχ τις κακοήθειες του αίματος, όπως είναι η οξεία  μυελογενής λευχαιμία, η χρόνια λεμφοκυτταρική λευχαιμία και το πολλαπλούν μυέλωμα μέσω του προσδιορισμού της ταυτότητας τέτοιων πεπτιδίων στην επιφάνεια των κυττάρων της λευχαιμίας.

Συμπερασματικά, τα αποτελέσματα των ερευνών αυτών είναι υποσχόμενα προτείνοντας ότι για την επίτευξη ανοσίας πληθυσμού έναντι στον ιό SARS-CoV-2 μπορεί να εφαρμοστεί ανοσοθεραπεία μέσω πεπτιδίων. Δηλαδή, ο σχεδιασμός και παραγωγή εμβολίων μπορεί να προσανατολιστεί στην επίτευξη κυτταρικής ανοσίας η οποία έχει δείξει ότι προσφέρει προστασία για μεγαλύτερο χρονικό διάστημα (μέχρι και 17 χρόνια στην περίπτωση του SARS-CoV-1) σε αντίθεση με την χημική ανοσία στην οποία βασίζονται τα τρέχοντα εμβόλια.