Τα αποτελέσματα της πρώτης ελληνικής έρευνας γύρω από τη σχέση ασθενή και γιατρού και τα κριτήρια επιλογής θεραπείας για τους ασθενείς με ρευματικά νοσήματα παρουσιάστηκαν στο 3ο Πανελλήνιο Συνέδριο της ΡευΜΑΖήν, που διοργανώθηκε διαδικτυακά από τις 10-14 Μαϊου. Η έρευνα πραγματοποιήθηκε από τον Ιούνιο έως και τον Σεπτέμβριο του 2019, μέσω 398 ερωτηματολογίων από μέλη των συλλόγων που συμμετέχουν στη ΡευΜΑΖήν, υπό την επιστημονική ευθύνη του καθηγητή Οικονομικών της Υγείας στο ΕΚΠΑ, Γιάννη Υφαντόπουλου, και με την ευγενική υποστήριξη της Abbvie. Τα αποτελέσματα της σημαντικής αυτής έρευνας δημοσιεύτηκαν στο Mediterranean Journal of Rheumatology στις 31.02.2020.

Όπως ανέφερε η Πρόεδρος της Πανελλήνιας Ομοσπονδίας ΡευΜΑΖήν και Πρόεδρος της Ένωσης Ασθενών Ελλάδας, Κατερίνα Κουτσογιάννη, στόχος ήταν να διερευνήσει τους παράγοντες που καθιστούν μια θεραπεία αποτελεσματική για το ρευματικό νόσημα, τους παράγοντες που επηρεάζουν την αλλαγή μιας θεραπείας, τη μακροχρόνια παραμονή στο φαρμακευτικό σχήμα ασθενών με ρευματικό νόσημα και την επικοινωνία τους με τον ρευματολόγο. Μεταξύ των στοιχείων που παρουσίασε η κ. Κουτσογιάννη, ιδιαίτερο ενδιαφέρον έχει ο περιορισμός για εργασία εξαιτίας του νοσήματος, όπου καταγράφεται σημαντική διαφορά μεταξύ ανδρών και γυναικών, με μεγαλύτερη επιβάρυνση των γυναικών σε όλους τους βαθμούς περιορισμού. Ειδικότερα, στον μέτριο βαθμό περιορισμού στις γυναίκες το ποσοστό είναι 38%, ενώ στους άνδρες μόλις 14%, ενώ τριπλάσιο είναι το ποσοστό στις γυναίκες με ανικανότητα για εργασία λόγω της νόσου, συγκριτικά με τους άνδρες. Σημαντική είναι και η διαφορά που καταγράφεται μεταξύ ανδρών και γυναικών αναφορικά με τη γενικότερη κατάσταση της υγείας, με τις γυναίκες να αντιμετωπίζουν μεγαλύτερα προβλήματα αναφορικά με την κινητικότητα και αυτοεξυπηρέτηση, τις καθημερινές δραστηριότητες τον πόνο και τη δυσφορία, το άγχος και την κατάθλιψη, τις δεξιότητες σε σχέση με την εκδήλωση της πάθησης.

Το προφίλ ασφαλείας του φαρμάκου, η αποτελεσματικότητά του σε όλες τις εκδηλώσεις του νοσήματος και η ευκολία στην πρόσβαση αποτελούν τους  βασικούς παράγοντες επιλογής μίας θεραπείας, ενώ ο τρόπος χορήγησης του φαρμάκου, όπως επίσης και η συχνότητα δεν αποτελούν σημαντικούς παράγοντες επιλογής. Παράγοντες αλλαγής μιας θεραπείας με μια άλλη είναι η αποτελεσματικότητα στην κατάσταση του μυοσκελετικού και στη μείωση του οιδήματος στις αρθρώσεις, ενώ παράγοντες μακροχρόνιας παραμονής στο ίδιο φαρμακευτικό σχήμα είναι η σταθερότητα στην ασφάλεια και στην αποτελεσματικότητα του φαρμάκου. Τέλος, ικανοποιητική κρίνεται από την πλειοψηφία των ερωτηθέντων η σχέση τους με τον θεράποντα ιατρό τους.

 

Ποια τα κύρια κριτήρια για την επιλογή της θεραπείας

Ο καθηγητής Οικονομικών της Υγείας στο ΕΚΠΑ, Γιάννης Υφαντόπουλος παρουσίασε τις απόψεις των Ρευματολόγων για την επιλογή θεραπείας, τις πηγές πληροφόρησής τους, αλλά και στη σχέση των γιατρών με τους ασθενείς. Σύμφωνα με τα στοιχεία της έρευνας, η επικοινωνία με τους ασθενείς κρίνεται γενικά καλή, χωρίς να αποκλείονται και προβλήματα στην επικοινωνία που μπορεί να προκύψουν από διάφορους λόγους, όπως π.χ. η έλλειψη γραπτών οδηγιών, η έλλειψη επαρκούς χρόνου επίσκεψης κ.ά. Οι γιατροί θεωρούν ότι είναι σημαντικό να συμμετέχει ο ασθενής στις αποφάσεις που αφορούν τη θεραπεία του, ωστόσο είναι σαφές ότι εκείνοι θα λαμβάνουν και θα έχουν την ευθύνη για τις αποφάσεις στο θεραπευτικό πεδίο. Αναφορικά με τη συμμόρφωση στη θεραπεία, οι γιατροί θεωρούν ως πολύ σημαντικό παράγοντα τη σταθερή αποτελεσματικότητα και την σταθερή ασφάλεια των χορηγουμένων φαρμάκων. Όσον αφορά την επιλογή θεραπείας, οι γιατροί θεωρούν πολύ σημαντικούς παράγοντες την αποτελεσματικότητα της θεραπείας, τις λιγότερες παρενέργειες και τη συχνότητα χορήγησης, ενώ ο τρόπος χορήγησης δεν φαίνεται να αποτελεί εξίσου σημαντικό παράγοντα.

Συμπερασματικά, και οι δύο ομάδες (ασθενών και ρευματολόγων) συμφωνούν ότι τα κύρια κριτήρια επιλογής μιας  θεραπείας καθώς και μακροχρόνιας παραμονής σε αυτή, είναι η ασφάλεια και η αποτελεσματικότητα του φαρμάκου. Η επίτευξη της  συμμόρφωσης του ασθενή στο θεραπευτικό του σχήμα απαιτεί την εξατομικευμένη, σταδιακή, συνεχή και κατανοητή επιμόρφωση του ασθενή για το νόσημά του από τον ρευματολόγο, αλλά και από αξιόπιστες πηγές.  Η εξατομικευμένη αυτή  προσέγγιση θα βασίζεται στα προσωπικά ερωτήματα του ασθενή προς τον ρευματολόγο του, στις ζητούμενες διευκρινίσεις αλλά και στο πνεύμα εμπιστοσύνης και αποδοχής.