Στο θέμα της ανοσίας που παρέχουν τα εμβόλια κατά της COVID-19 επανήλθε η πρόεδρος της Εθνικής Επιτροπής Εμβολιασμών Μαρία Θεοδωρίδου, επικαλούμενη δεδομένα καινούργιων μελετών. Όπως εξήγησε, υβριδική αποκαλείται η ανοσία που επέρχεται έπειτα από φυσική νόσηση και συμπληρώνεται από αυτή του εμβολίου και παρέχει υψηλή προστασία ακόμη και τη μετάλλαξη Δ. «Θα πρέπει να τονιστεί ότι η ανοσία από τα εμβόλια, αλλά και από τη νόσο, είναι υψηλή, αλλά δεν είναι 100% προστατευτική.
Η ανοσία επηρεάζεται, από την ηλικία, από υποκείμενα νοσήματα, από τις μεταλλάξεις», ανέφερε η κ. Θεοδωρίδου. Πρόσθεσε δε, ότι σήμερα τα διαθέσιμα στοιχεία σχετικά με την ανοσία, είναι περισσότερα για το εμβόλιο, παρά για τη φυσική νόσο. Δεν είναι γνωστοί οι παράγοντες ανοσίας, παραδείγματος χάρη για την ασυμπτωματική λοίμωξη ή για την ανοσία στα παιδιά.
Επικαλούμενη μελέτη που δημοσιεύθηκε πρόσφατα στο Lancet από την Ιατρική Σχολή του Χάρβαρντ σε συνεργασία με το Ερευνητικό Ινστιτούτο στο Ισραήλ, ανέφερε ότι έδειξε ότι σε ποσοστό 93% τα άτομα που είχαν λάβει την τρίτη δόση, είχαν μικρότερη πιθανότητα εισαγωγής στο νοσοκομείο, 92% είχε μικρότερο κίνδυνο σοβαρής νόσου και 81% είχε μικρότερο κίνδυνο για θάνατο. «Το συμπέρασμα είναι ότι η τρίτη δόση είναι αποτελεσματική στην προστασία των εμβολιασθέντων από σοβαρές μορφές της νόσου σε σύγκριση με τα άτομα που έλαβαν δύο δόσεις εμβολίου, τουλάχιστον πέντε μήνες πριν», είπε η κ. Θεοδωρίδου.
Τέλος η κ Θεοδωρίδου αναφέρθηκε σε έρευνα που δημοσιεύθηκε στο περιοδικό PLOS, σχετικά με τους απρόθυμους να εμβολιαστούν για COVID. Διαπιστώθηκε –όπως είπε- ότι σε σημαντικό βαθμό ο κύριος λόγος μη εμβολιασμού ήταν η πεποίθηση πολλών ότι δεν θα νοσήσουν, ότι είναι άτρωτοι από τη λοίμωξη. συλλογικότητας. «Επομένως, η αντιμετώπιση της άρνησης του εμβολιασμού δεν είναι μόνο θέμα ενημέρωσης. Θέλει σοβαρή μελέτη και σωστές παρεμβάσεις, κυρίως στην συμπεριφορά των ανθρώπων», κατέληξε η κ Θεοδωρίδου.