Σε πρόσφατο άρθρο στο περιοδικό JAMA, παρουσιάζονται τα ενδεχόμενα προβλήματα και λάθη σχετικά με την εκτίμηση της ανοσίας έναντι του SARS-CoV-2 με βάση τα τεστ αντισωμάτων. Οι Καθηγητές του ΕΚΠΑ Ουρανία Τσιτσιλώνη, Ευάγγελος Τέρπος, Ιωάννης Τρουγκάκος και Θάνος Δημόπουλος (Πρύτανης ΕΚΠΑ) συνοψίζουν τα βασικά σημεία του άρθρου.
Τα τεστ αντισωμάτων έναντι του SARS-CoV-2 που τελικά έλαβαν Άδεια Χρήσης Έκτακτης Ανάγκης (EUA) από τον FDA των ΗΠΑ δεν μπορούν να προβλέψουν την προστασία έναντι του ιού με βάση τα επίπεδα των μετρούμενων αντισωμάτων.
Ειδικότερα, τον Μάιο του 2021, ο FDA εξέδωσε επανειλημμένες ανακοινώσεις στις οποίες επισημαίνονται τα παρακάτω:
Ορισμένα τεστ ανιχνεύουν αντισώματα που παράγει το ανοσοποιητικό σύστημα μόνο μετά από φυσική μόλυνση με τον ιό, και επομένως, άτομα που δεν είχαν μολυνθεί θα μπορούσαν να είναι αρνητικά για αυτά τα αντισώματα, παρά το γεγονός ότι μετά τον εμβολιασμό έχουν αποκτήσει ανοσία.
Το τεστ αντισωμάτων δεν σχεδιάστηκαν για να αξιολογήσουν την ανοσία και τα προστατευτικά αντισώματα, όπως και τα προστατευτικά επίπεδά τους δεν έχουν ακόμα καθοριστεί. Για να καθοριστούν συνεπώς όρια προστασίας, τα τεστ πρέπει να τυποποιηθούν και να βαθμονομηθούν, όπως έχει γίνει με τα τεστ αντισωμάτων για άλλα νοσήματα που προλαμβάνονται με εμβόλια, όπως ο τέτανος, η διφθερίτιδα και η ιλαρά. Προς το παρόν, μόνο ένα βαθμονομημένο σύμφωνα με το πρότυπο αναφοράς του ΠΟΥ τεστ αντισωμάτων έναντι του SARS-CoV-2 είναι εμπορικά διαθέσιμο, αυτό της Ortho-Clinical Diagnostics.
Τα κυκλοφορούντα αντισώματα δεν δίνουν την πλήρη εικόνα της ανοσίας έναντι του SARS-CoV-2. Φτάνουν στην κορύφωση τους 2-3 μήνες μετά τη φυσική μόλυνση ή τον εμβολιασμό, αλλά στη συνέχεια αρχίζουν να μειώνονται. Το ανοσολογικό στοιχείο που σχετίζεται με την προστασία είναι τα Β και τα Τ κύτταρα μνήμης, που «θυμούνται» ότι έχουν ξαναδεί την πρωτεΐνη-ακίδα του SARS-CoV-2. Οι μέχρι τώρα μελέτες δείχνουν ότι τα κύτταρα μνήμης παραμένουν για τουλάχιστον 6-8 μήνες και ενεργοποιούνται προστατεύοντας τον οργανισμό από σοβαρή COVID-19 στην περίπτωση επαναμόλυνσης.
Τέλος, φαίνεται ότι καθώς τα αντισώματα μειώνονται με τον χρόνο, η ευαισθησία σε ασυμπτωματικές ή ηπιότερες λοιμώξεις από COVID-19 αυξάνεται. Γι’ αυτό και συστήνεται η χορήγηση αναμνηστικής δόσης του εμβολίου σε άτομα με μεγαλύτερο κίνδυνο σοβαρής νόσησης, όπως ενήλικες ηλικίας άνω των 65 ετών, ενήλικες με ορισμένα υποκείμενα νοσήματα, άτομα που ζουν ή εργάζονται σε χώρους υψηλού κινδύνου ή ζουν σε εγκαταστάσεις μακροχρόνιας φροντίδας, και ακόμη, άτομα που είναι μέτρια έως σοβαρά ανοσοκατεσταλμένα και έχουν ήδη εμβολιασθεί με τα εμβόλια των Pfizer-BioNTech ή Moderna.
Όπως τονίζουν εκπρόσωποι του CDC των ΗΠΑ, η παρουσία υψηλών επιπέδων εξουδετερωτικών αντισωμάτων στο αίμα, δεν εμποδίζει τον ιό να προσκολληθεί στο ανώτερο αναπνευστικό σύστημα και να αρχίσει να πολλαπλασιάζεται, αλλά η λοίμωξη αυτή θα είναι, πιθανότατα, ασυμπτωματική.
Συνεπώς, για την αποφυγή της μόλυνσης από τον SARS-CoV-2,καταλήγουν οι καθηγητές του ΕΚΠΑ, ισχύει ο γνωστός συνδυασμός μέτρων: εμβολιασμός, συχνό πλύσιμο των χεριών, χρήση μάσκας και αποφυγή συνωστισμού μεγάλου αριθμού ατόμων σε εσωτερικούς χώρους, ιδιαίτερα σε περιοχές με υψηλούς αριθμούς κρουσμάτων.