Η καλπροτεκτίνη είναι ένα μη επεμβατικό, οικονομικό τεστ, πολύ χρήσιμο για την διάκριση μεταξύ της φλεγμονώδους νόσου του εντέρου (IBD) και του συνδρόμου ευερέθιστου εντέρου (IBS), αφού μπορεί να μειώσει τον αριθμό των κολονοσκοπήσεων σε ασθενείς με παρόμοια συμπτώματα κατά 50-70%. Όπως εξηγεί η Χριστίνα Οικονομίδου, Iατρός Βιοπαθολόγος, Διευθύντρια Βιοπαθολογικού Εργαστηρίου Affidea Καλλιθέας, Κατά τη διαφοροδιάγνωση θα πρέπει να συμπεριληφθεί και η φλεγμονώδης νόσος του εντέρου (IBD), η οποία αφορά τα χρόνια φλεγμονώδη νοσήματα με κυριότερα την ελκώδη κολίτιδα και την νόσο του Crohn. Το σύνδρομο ευερέθιστου εντέρου (IBS) έχει παρόμοια συμπτώματα, αλλά είναι ψυχοσωματική νόσος με διαφορετική αντιμετώπιση. Η διαφοροδιάγνωση μεταξύ IBD και ΙΒS είναι σημαντική, τόσο για τη σωστή θεραπεία και αντιμετώπιση όσο και για τη βελτίωση της ποιότητας ζωής του πάσχοντος. Η καλπροτεκτίνη είναι μια πρωτεΐνη που βρίσκεται στα λευκά αιμοσφαίρια και έχει ισχυρές αντιμικροβιακές και αντιμυκητιακές ιδιότητες. Η καλπροτεκτίνη ενεργοποιείται όταν εμφανιστεί φλεγμονή (όποια και αν είναι η αιτία αυτής) και έτσι μπορεί να χρησιμοποιηθεί ως διαγνωστικός δείκτης. Η συγκέντρωση της καλπροτεκτίνης στα δείγματα κοπράνων από ασθενείς που διαγνώστηκαν με νόσο του Crohn, σχετίζεται άμεσα με τη σοβαρότητα της φλεγμονής και παρουσιάζει αυξανόμενα επίπεδα ανάλογα με την εξέλιξη της κατάστασης. Στο σύνδρομο ευερέθιστου εντέρου τα επίπεδα καλπροτεκτίνης είναι φυσιολογικά.
Έτσι, όταν υπάρχουν συμπτώματα από κατώτερο πεπτικό σύστημα, προτείνεται να χρησιμοποιείται μια δοκιμασία μέτρησης καλπροτεκτίνης κοπράνων για να προσδιοριστεί εάν είναι μια κατάσταση φλεγμονώδης του εντέρου που απαιτεί περαιτέρω διερεύνηση.