Νέα μεγάλη έρευνα δείχνει ότι οι αυτοάνοσες διαταραχές αυξάνουν τον κίνδυνο εμφάνισης καρδιαγγειακής νόσου.
Στις ανακοινώσεις τους, στο συνέδριο της Ευρωπαϊκής Εταιρείας Καρδιολογίας στη Βαρκελώνη, οι ερευνητές ανέφεραν ότι οι ασθενείς με αυτοάνοση πάθηση, ανάλογα με τη συγκεκριμένη νόσο, έχουν 1,4 έως 3,6 φορές μεγαλύτερο κίνδυνο για εμφάνιση καρδιαγγειακής νόσου, σε σχέση με τους ανθρώπους χωρίς αυτοάνοση διαταραχή. Ο αυξημένος κίνδυνος είναι ανάλογος της αύξησης του καρδιαγγειακού κινδύνου, λόγω ύπαρξης διαβήτη τύπου 2. Σημειώνεται ότι περίπου το 10% του πληθυσμού στην Ευρώπη και στις ΗΠΑ έχουν διαγνωστεί με μία ή περισσότερες αυτοάνοσες διαταραχές, όπως ρευματοειδή αρθρίτιδα, ψωρίαση, συστημική σκλήρυνση, ερυθηματώδη λύκο, διαβήτη τύπου 1 κ.α.
Η μελέτη, που δημοσιεύθηκε και στο «The Lancet», έδειξε ότι ως ομάδα οι 19 αυτοάνοσες διαταραχές που μελετήθηκαν, ευθύνονται για το 6% περίπου των καρδιαγγειακών περιστατικών. Ο κίνδυνος δεν αφορά μόνο την κλασσική στεφανιαία νόσο, αλλά όλο το καρδιαγγειακό φάσμα, όπως καρδιοπάθειες λόγω λοίμωξης, φλεγμονή καρδιάς, θρομβοεμβολικές και εκφυλιστικές παθήσεις της καρδιάς κ.α. Ο κίνδυνος είναι ιδιαίτερα αυξημένος στους ασθενείς έως 55 ετών με αυτοάνοσες παθήσεις.
Ανάμεσα στις αυτοάνοσες διαταραχές με τον μεγαλύτερο καρδιαγγειακό κίνδυνο είναι η σκλήρυνση, η νόσος Άντισον, ο λύκος και ο διαβήτης τύπου 1.
Οι ερευνητές ανέφεραν ότι, από πλευράς παθοφυσιολογίας, οι υποκείμενοι μηχανισμοί για τη σχέση αυτοάνοσων διαταραχών και καρδιαγγειακού κινδύνου δεν έχουν ακόμη κατανοηθεί καλά. Η κυρίαρχη υπόθεση, όπως είπαν, είναι ότι η χρόνια και συστημική φλεγμονή, που είναι ο κοινός παρονομαστής στις αυτοάνοσες διαταραχές, μπορεί να πυροδοτήσει διάφορες καρδιαγγειακές παθήσεις.