Δεν υπάρχει υποχρηματοδότηση στον χώρο του φαρμάκου, αλλά μεταφορά στο ποιος θα πληρώσει το φάρμακο, τόνισε ο υπουργός Υγείας Θάνος Πλεύρης, μιλώντας στο συνέδριο «Μια 10ετία φαρμάκου». Και πρόσθεσε ότι ο ασθενής στην Ελλάδα δεν στερείται κάποιο φάρμακο. Το γεγονός ότι μέρος του κόστους πληρώνει η φαρμακοβιομηχανία, δεν σημαίνει υποχρηματοδότηση. Αύξηση συμμετοχής των ασθενών στο φάρμακο μπορεί να είναι δίκαιη και άδικη, γιατί υπάρχει η δυνατότητα ο πολίτης να μην πάρει το πρωτότυπο και να επιλέξει το γενόσημο. Αυτό δεν είναι αδικία, αλλά επιλογή. Όταν έχουμε συγκεκριμένο προϋπολογισμό που δεν είναι απεριόριστος είναι έντιμο από την Πολιτεία να επιλέγει ότι δεν θα αποζημιώνει όλα τα φάρμακα για να διατηρεί ανοικτούς πόρους για τα φάρμακα πρώτης γραμμής. Σήμερα έρχεται η ΕΕ και ζητά να μειώσουμε το χρόνο της πατέντας για να μπουν τα γενόσημα στην αγορά. Η μείωση του χρόνου της πατέντας, φυσικά θα οδηγήσει σε πιο ακριβά φάρμακα, γιατί οι φαρμακευτικές εταιρείες θα πρέπει να αποσβέσουν τις επενδύσεις που έχουν κάνει.
Αυτό που πρέπει να δούμε είναι εάν το clawback είναι δίκαιο, είπε ο υπουργός και πρόσθεσε ότι ένα κομμάτι του clawback είναι εικονικό, γιατί πουθενά δεν εισάγεται ένα φάρμακο χωρίς εκπτώσεις. Το clawback ήταν ένα στρεβλό μέτρο και είναι παράλογο να υπάρχει, όμως παράλογο είναι να υπάρχει και απεριόριστη δαπάνη.
Η πολιτική που πρέπει να πάμε είναι η εξής: Πρώτον, δεν έχουμε ακόμα ακόμα και μετά από μια δεκαετία εικόνα για το ποια είναι η πραγματική δαπάνη που έχει ανάγκη η χώρα. Μια νέα θεραπεία θα περάσει από επιτροπή αξιολόγησης, για να δοθεί εκεί ακριβώς που πρέπει, μετά θα περάσει από επιτροπή διαπραγμάτευσης για να πάρει την καλύτερη δυνατή τιμή που πρέπει και να καθοριστεί ο αριθμός των ασθενών που αφορά. Έτσι θα καταλήξουμε σε μια υπαρκτή τιμή. Έτσι θα γίνεται στο εξής η διαδικασία εισαγωγής νέου φαρμάκου στη χώρα και με τον τρόπο αυτό δεν θα επηρεάζονται τα παλαιότερα φάρμακα.
Στο κομμάτι του ελέγχου των τιμών έχουμε πάει στο όριο, έχουμε όμως μεγάλη δουλειά να κάνουμε στον τομέα της κατανάλωσης. Είναι χαρακτηριστικό ότι στα ερωτηματολόγια που δόθηκαν στο πλαίσιο του παρόντος συνεδρίου για το φάρμακο, το 31% των στελεχών των φαρμακευτικών επιχειρήσεων επισημαίνει ότι δεν γίνεται σωστή συνταγογράφηση.
Πέρα από τα παραπάνω, πρέπει να υπάρχουν προγράμματα πρόληψης συνολικά, καθώς και ΠΦΥ με επίκεντρο τον γιατρό που θα έχει τον πρώτο λόγο στη συνταγογράφηση.
Ο υπουργός ανέφερε ότι η συζήτηση σε πλαίσιο Ε.Ε. μετά την πρώτη φάση της πανδημίας δεν αφορά πλέον την καινοτομία, καθώς έχει προστεθεί και το θέμα της παραγωγής: Η εξάρτηση της ΕΕ από τις χώρες της Ασίας και η λογική ότι η Ευρώπη θα έχει μόνο ένα status καινοτομίας, με παραγωγή που θα γίνεται σε τρίτες χώρες, έχει οδηγήσει σε κρίση φαρμάκου στις 25 από τις 27 χώρες της Ε.Ε. Υπήρχαν χώρες που είχαν εγχώρια φαρμακοβιομηχανία, όπως η χώρα μας, που να μπορεί να αναλάβει την παραγωγή. Αναφορικά με τη συζήτηση που υπάρχει στην Ε.Ε. γύρω από τις ελλείψεις, υπάρχει στο δεύτερο εξάμηνο του 2023 η πιθανότητα η κρίση αυτή να επεκταθεί από τα φάρμακα που αφορούν τις λοιμώξεις σε φθηνά φάρμακα πρώτης γραμμής. Συνδυαστικά με την καινοτομία λοιπόν θα πρέπει να βρεθεί δημοσιονομικός χώρος για τις παραδοσιακές θεραπείες.
Ο υπουργός στη συζήτηση που ακολούθησε έδωσε και μια είδηση: Εξετάζεται κάποιοι πόροι που σύμφωνα με τη δέσμευση στο RRF θα διατίθεντο το 2024 στον τομέα της Υγείας να διατεθούν από το 2023 στο φάρμακο.