Βρισκόμαστε στη συγκυρία όπου τα ηλεκτρονικά μέσα μπορούν να δώσουν την απάντηση και να δώσουν τα απαραίτητα δεδομένα, ώστε να αλλάξουν το σύστημα υγείας, αλλά και την ποιότητα υπηρεσιών υγείας, τόνισε ο Χαράλαμπος Καρανίκας, Επικ. Καθηγητής Ιατρικής Πληροφορικής και Συστημάτων Ηλεκτρονικής Υγείας στο Πανεπιστήμιο Θεσσαλίας και Γενικός Γραμματέας ΕΕΜΕΠΥ, μιλώντας στο συνέδριο Health IT . Ο. κ. Καρανίκας μίλησε για τη σημασία των δεδομένων υγείας, τα οποία θα πρέπει να ακολουθούν τον πολίτη, άρα θα πρέπει να έχουν μια υπόσταση ανεξαρτήτως εφαρμογών. Αυτό πρέπει να γίνει και για τα κλινικά δεδομένα, γιατί αυτά τα δεδομένα είναι που θα μας δώσουν τη δυνατότητα, εφόσον απελευθερωθούν από τις νησίδες των διαφορετικών εφαρμογών που υπάρχουν στην Ελλάδα, να λειτουργήσουν προς όφελος του ασθενούς. Εκτός από τους πολίτες, και οι επαγγελματίες υγείας θα πρέπει να διευκολύνονται στο να βρουν δεδομένα υγείας που αφορούν τους ασθενείς τους, όπως και οι πάροχοι  ψηφιακής υγείας για τα προϊόντα τους. Μία άλλη πρόκληση περιλαμβάνει και εκεί κυρίως περιλαμβάνει και τον ΟΔΙΠΥ αλλά και το Υπουργείο Υγείας και τους άλλους φορείς στον τρόπο με τον οποίο θα χαράσσουν τις πολιτικές υγείας. Πολιτική υγείας τεκμηριωμένη, δεν μπορεί να υπάρξει χωρίς δεδομένα του πραγματικού κόσμου. Και τέλος, καταλαβαίνουμε όλοι τα εμπόδια πρόσβασης στα δεδομένα υγείας που υπάρχουν στην έρευνα και στην καινοτομία, ώστε να παραχθούν καινοτόμα προϊόντα.

Στην Ελλάδα η κατάσταση είναι γνωστή: Οι βασικοί φορείς στο Υπουργείο Υγείας έχουν τα δικά τους συστήματα στα νοσοκομεία, το ΒΙ βρίσκεται στο Υπουργείο Υγείας, η ΗΔΙΚΑ και ο ΕΟΠΥΥ είναι πρωτοπόροι φορείς στα νέα συστήματα, ενώ πλέον έχουμε στο προσκήνιο νέους φορείς οι οποίοι πολύ γρήγορα θα παίξουν έναν σημαντικό ρόλο, όπως είναι το ΚΕΤΕΚΝΥ, ο ΟΔΙΠΥ με τα δικά του συστήματα, το ΕΔΥΤΕ, η 2η Υγειονομική Περιφέρεια με το Εθνικό Δίκτυο Τηλεϊατρικής αλλά και ο ΕΟΦ με τα δικά του συστήματα. Όλα τα παραπάνω είναι νησίδες δεδομένων, με προβληματική ροή  δεδομένων από οργανισμό σε οργανισμό, δυσκολίες συσχέτισης αυτών των δεδομένων και προφανώς δυσκολία ανάλυσής τους. Τώρα, αν σε αυτό το περιβάλλον προσθέσουμε τα νέα έργα από την ΗΔΙΚΑ, τον ΕΟΠΥΥ, τον ΟΔΙΠΥ και αν προσθέσουμε και τα έργα δημόσιας υγείας, τα οποία έρχονται από τον ΕΟΔΥ αλλά και το Εθνικό Δίκτυο Τηλεϊατρικής, δεν θα πρέπει αυτό το περιβάλλον να καταλήξει πάλι σε αυτόνομες νησίδες, αυτόνομες εφαρμογές, οι οποίες δεν θα έχουν αυτή τη δυνατότητα να στείλουν δεδομένα από το ένα σημείο στο άλλο.

Για παράδειγμα, σήμερα θέλουμε να δούμε την έλλειψη φαρμάκων και αρχίζουμε και παίρνουμε excel από τον ένα φορέα, excel από τον δεύτερο φορέα και στο τέλος προσπαθούμε να συσχετίσουμε δεδομένα excel, ενώ έχουμε μεγάλα συστήματα. Εάν θέλουμε να ξεφύγουμε από τα παραπάνω, πρέπει να αξιολογήσουμε ακριβώς τις επιπτώσεις του ψηφιακού μετασχηματισμού, να επικεντρωθούμε στη διαδικασία και στις υπηρεσίες και να δούμε αν αυτός ο ψηφιακός μετασχηματισμός των υπηρεσιών υγείας φέρνει αυτά τα οφέλη για τον ασθενή ή για τους φορείς χάραξης πολιτικής, αν φέρνει δηλαδή τα αναμενόμενα αποτελέσματα.

Προφανώς η τεχνολογία δεν θα λύσει το πρόβλημα εξ ολοκλήρου. Θα πρέπει να διαμορφώσουμε μια ελληνική στρατηγική δεδομένων υγείας. Θα πρέπει να μην ξεχνάμε ότι ο ιδιωτικός τομέας έχει κι αυτός δεδομένα υγείας, δεν είναι μόνο το δημόσιο. Το 60% των δαπανών είναι εκτός δημοσίου συστήματος, άρα υπάρχει ένας πλούτος δεδομένων που θα πρέπει με κάποιο τρόπο να τα ενσωματώσουμε στις εθνικές υποδομές μας. Περισσότερα δεδομένα του δημοσίου να γίνουν διαθέσιμα, έστω από αυτές τις νησίδες που υπάρχουν σήμερα και τέλος να υπάρξουν κίνητρα στους επαγγελματίες υγείας αλλά και στους πολίτες, για να υποστηρίξουμε ιατρική έρευνα, κίνητρα, νέα μοντέλα χρηματοδότησης, πιστοποίησης και βιωσιμότητας συστημάτων, με οδικό χάρτη των σεναρίων χρήσης. Εκεί θα πρέπει να κριθούν όλες οι εφαρμογές πληροφορικής.