Παγκόσμια πρόκληση εξακολουθεί να αποτελεί ο καρκίνος για τους επιστήμονες και ο αυξανόμενος επιπολασμός του, ιδιαίτερα στην Ευρώπη που ο πληθυσμός της γερνά, απαιτεί συντονισμένες δράσεις ώστε να αναχαιτιστεί η ανοδική του πορεία. Σήμερα ο καρκίνος είναι σημαντική αιτία νοσηρότητας και, σύμφωνα με στοιχεία, σε περισσότερες από τις μισές χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης οι θάνατοι από καρκίνο ξεπερνούν αυτούς από καρδιαγγειακές παθήσεις.
Εντός των συνόρων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, ωστόσο, έχουν παρατηρηθεί ανισότητες ως προς την αντιμετώπιση τόσο της νόσου όσο και των ασθενών και γι’ αυτό καταβάλλονται προσπάθειες συντονισμού και ενιαίας πολιτικής υγείας. Σε αυτήν εντάσσονται προσπάθειες, όπως η κοινή ευρωπαϊκή δράση JANE (EU Joint Action in Networks of Expertise on Cancer, ΕU4Health Project 101075328, https://jane-project.eu/) που αποσκοπεί στη διαμόρφωση νέων δικτύων εμπειρογνωμοσύνης για την αντιμετώπιση του καρκίνου.
Το έργο ξεκίνησε τον Οκτώβριο του 2022 με τη συμμετοχή 16 ευρωπαϊκών χωρών και συντονίζεται από το Fondazione IRCCS, Istituto Nazionale dei Tumori di Milano. Ειδικοί καλούνται να γνωμοδοτήσουν, να βρουν λύσεις και να συντονίσουν ενέργειες, προκειμένου οι καρκινοπαθείς της Ευρωπαϊκής Ένωσης να έχουν πρόσβαση στις ίδιες υπηρεσίες, οι οποίες θα συμβαδίζουν με τις εξελίξεις στον τομέα της ιατρικής και της τεχνολογίας κατά τη διάρκεια της θεραπείας και μετά από αυτήν.
Στη δράση συμμετέχει από την Ελλάδα το Ινστιτούτο Χημικής Βιολογίας του Εθνικού Ιδρύματος Ερευνών (ΕΙΕ) και η Ιατρική Σχολή του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών (ΕΚΠΑ). Το ΕΙΕ έχει αναλάβει τη διάδοση των δραστηριοτήτων του JANE και την ευαισθητοποίηση της ιατρικής κοινότητας και των ομάδων στήριξης ασθενών σχετικά με τα δίκτυα εμπειρογνωμόνων που θα αναπτυχθούν μέσω του προγράμματος.
Η δημιουργία αυτών των δικτύων θα οδηγήσει, μεταξύ άλλων, στην κατάρτιση κατευθυντηρίων οδηγιών για την καλύτερη διαχείριση της νόσου ολιστικά προάγοντας τη διεπιστημονική σύνδεση και το συντονισμό των παρεχόμενων υπηρεσιών υγείας. Με αυτό τον τρόπο οι ασθενείς θα υποστηρίζονται επαρκώς με απώτερο στόχο τη μείωση της θνησιμότητας, την αύξηση της επιβίωσης και τη βελτίωση της ποιότητας ζωής τους.