Νέα έκθεση του Ευρωπαϊκού Γραφείου του Π.Ο.Υ. παρουσιάζει την κατάσταση για την ποιότητα της διατροφής, την παχυσαρκία και τη φυσική δραστηριότητα στους εφήβους διεθνώς (και στην Ελλάδα) και αναδεικνύει τον διαφοροποιημένο ρόλο της οικονομικής κατάστασης της οικογένειας στην υιοθέτηση ανθυγιεινού τρόπου ζωής, με περισσότερο ευάλωτους τους εφήβους από τις λιγότερο εύπορες οικογένειες. Βασισμένη σε δεδομένα από 44 χώρες που συμμετείχαν στην πιο πρόσφατη  (2022) έρευνα του διακρατικού προγράμματος Health Behaviour in School-aged Children, HBSC (η Ελλάδα συμμετέχει μέσω του Ερευνητικού Πανεπιστημιακού Ινστιτούτου Ψυχικής Υγείας, Νευροεπιστημών και Ιατρικής Ακριβείας «ΚΩΣΤΑΣ ΣΤΕΦΑΝΗΣ»-ΕΠΙΨΥ), η έκθεση καταδεικνύει την επικράτηση των ανθυγιεινών διατροφικών συνηθειών, του υψηλού επιπολασμού της υπερβαρίας και της παχυσαρκίας, αλλά και των χαμηλών επιπέδων φυσικής δραστηριότητας και άσκησης στους εφήβους—παραγόντων που έχουν συνδεθεί με τον κίνδυνο ανάπτυξης μεταβολικού συνδρόμου, καρδιαγγειακών παθήσεων, διαβήτη και καρκίνου.

Τα κύρια ευρήματα περιλαμβάνουν την απουσία επαρκούς φυσικής δραστηριότητας και αδράνεια αλλά και την ελλιπή κατανάλωση φρούτων και λαχανικών και υψηλή κατανάλωση αναψυκτικών. Διεθνώς μόνο το 20% των εφήβων πληρούν τις συστάσεις του Π.Ο.Υ για τουλάχιστον 60 λεπτά καθημερινής μέτριας-έως-έντονης φυσικής δραστηριότητας (25% στα αγόρια και 15% στα κορίτσια). Στην Ελλάδα, το ποσοστό είναι σημαντικά χαμηλότερο (14%, 18% στα αγόρια και 10% στα κορίτσια), με τη χώρα μας κατατάσσεται 40η μεταξύ των 43 χωρών με δεδομένα σε αυτόν το δείκτη. Από την έρευνα προκύπτει ότι μόνο το 38% των εφήβων διεθνώς καταναλώνουν φρούτα ή/και λαχανικά καθημερινά, με το αντίστοιχο ποσοστό να είναι σημαντικά χαμηλότερο (30%) στη χώρα μας (4η χαμηλότερη θέση στη σχετική κατάταξη). Το χαμηλό αυτό ποσοστό είναι ιδιαίτερα ανησυχητικό εάν ληφθεί υπόψη η τεκμηριωμένη σχέση μεταξύ της επαρκούς κατανάλωσης φρούτων και λαχανικών και του μειωμένου κινδύνου χρόνιων ασθενειών. Στην Ελλάδα, το 28% των εφήβων ηλικίας 11, 13 και 15 ταξινομούνται βάσει δείκτη μάζας σώματος  ως υπέρβαροι ή παχύσαρκοι, ποσοστό σημαντικά υψηλότερο από το διεθνές (22%), και έχουν την 7η υψηλότερη θέση στην σχετική κατάταξη για όλες τις ηλικίες μαζί, και τη 2η υψηλότερη στους 15χονους. Μάλιστα, όπως συμβαίνει και διεθνώς, το παραπάνω ποσοστό έχει αυξηθεί σημαντικά (κυρίως στα αγόρια) μετά το 2018 (25%), σηματοδοτώντας μια αναδυόμενη πρόκληση για τη δημόσια υγεία που προσκαλεί σε άμεση αντίδραση.

Το Ευρωπαϊκό Γραφείο του Π.Ο.Υ. καλεί σε άμεσες ενέργειες για την αντιμετώπιση των παραπάνω τάσεων. Μέσω της ερευνητικής του αναφοράς προτείνει ολοκληρωμένες στρατηγικές που επικεντρώνονται στα εξής:

-Ρύθμιση της διαφήμισης των τροφίμων, μέσω -για παράδειγμα- της εφαρμογής αυστηρότερων κανονισμών στην προώθηση και την εμπορία ανθυγιεινών τροφίμων και αναψυκτικών σε παιδιά και εφήβους.

-Προαγωγή υγιεινών προτύπων διατροφής, μέσω -για παράδειγμα- της διευκόλυσης της πρόσβασης σε προϊόντα τα οποία είναι οικονομικά και ταυτόχρονα πλούσια σε θρεπτικά συστατικά και μέσω της εφαρμογής πολιτικών που αποτρέπουν την κατανάλωση ανθυγιεινών τροφίμων και αναψυκτικών.

-Αύξηση της φυσικής δραστηριότητας, μέσω -για παράδειγμα- της δημιουργίας δημόσιων χώρων που είναι εύκολα προσβάσιμοι, ασφαλείς και φιλικοί στο παιχνίδι και τη φυσική δραστηριότητα

-Υιοθέτηση ενός υγιεινότερου τρόπου ζωής από τους εφήβους, μέσω της εφαρμογής τεκμηριωμένα αποτελεσματικών παρεμβάσεων, ιδιαίτερα για εκείνους που προέρχονται από κοινωνικοοικομικώς μειονεκτούντα περιβάλλοντα.