Η αυξανόμενη πίεση που δέχονται οι προϋπολογισμοί υγείας και η ανησυχία για τη δημοσιονομική βιωσιμότητα των συστημάτων υγείας αποτελούν 2 βασικές παραμέτρους που καθιστούν ακόμα πιο σημαντική την αξιολόγηση της αξίας των νέων τεχνολογιών. Με αυτή τη διαπίστωση, ο Αναπληρωτής καθηγητής, Αναπληρωτής Διευθυντής, LSE Health, Τμήμα Κοινωνικής Πολιτικής, London School of Economics Πάνος Καναβός έδωσε μια συνολική εικόνα των διεθνών τάσεων και με στοιχεία από μια εν εξελίξει έρευνα, συνέδεσε την προσφορά, δηλαδή την αξιολόγηση που κάνουν οι οργανισμοί ΗΤΑ με τη χρήση των προϊόντων. Ιδιαίτερη έμφαση έδωσε στην συνταγογράφηση, τονίζοντας ότι η χώρα μας, μέσα σ όλα τ’ άλλα πρέπει να κάνει πολύ περισσότερη δουλειά απ’ ό, τι έχει κάνει μέχρι τώρα. Ίσως η σημαντικότερη συμβολή των οργανισμών ΗΤΑ δεν είναι η αξιολόγηση των προϊόντων αυτή καθαυτή, αλλά το πώς η αξιολόγηση οδηγεί στα κλινικά και συνταγογραφικά πρωτόκολλα.

Επί παραδείγματι, ανέφερε ότι ένα περίπου 50% του προϋπολογισμού του NICE στην Αγγλία πηγαίνει στη συγγραφή των κλινικών πρωτοκόλλων και της συνταγογράφησης. Παρουσίασε αναλυτικότερα τα κριτήρια της αξιολόγησης και διαφορετικά μοντέλα εκτίμησης της αξίας των προϊόντων, σημειώνοντας ότι όλα τα μοντέλα λαμβάνουν υπόψη τους κλινικούς αλλά και γενικότερους παράγοντες, ωστόσο το κλινικό όφελος και η αβεβαιότητα γύρω από αυτό παραμένουν τα πλέον κρίσιμα για θετικές αποφάσεις και αποφάσεις αποζημίωσης. Μάλιστα, οι κλινικοί ή και οικονομικοί περιορισμοί είναι ο κανόνας πλέον και όχι η εξαίρεση στην ΑΤΥ από την πλευρά της προσφοράς. ΄Έχουμε πάρα πολλές χώρες, οι οποίες ακολουθούν το λεγόμενο Value-Based Pricing Model. Επιπλέον, κάποια πρόσθετα κριτήρια που παρουσίασε δρουν ως τροποποιητές απόφασης σε πάρα πολλές περιπτώσεις.

 Σύμφωνα με τα αποτελέσματα της εν εξελίξει έρευνας, η οποία αφορά σε 1.400 φάρμακα με τις ενδείξεις τους σε 7 χώρες, τα οποία πήραν άδεια κυκλοφορίας μεταξύ 2009 και 2018 και μπήκαν στη διαδικασία αποζημίωσης και χρήσης μέχρι το 2021, ένα 15 με 16% των φαρμάκων τα οποία είχαν υποβληθεί στους οργανισμούς αξιολόγησης είχαν εγκριθεί όπως είχαν υποβληθεί δηλαδή με την ένδειξη τους. Ένα πολύ σημαντικό κομμάτι είναι ότι 71% των φαρμάκων που είχαν υποβληθεί είχαν κάποιους περιορισμούς – κλινικούς αλλά και οικονομικούς – και ένα 13% των φαρμάκων είχαν απορριφθεί τελείως (μία ή δύο, σε ακραίες περιπτώσεις και τρεις φορές), με 24% όλων των φαρμάκων που υποβλήθηκαν σε οργανισμούς ΑΤΥ αν έχουν τουλάχιστον μια προηγούμενη απόρριψη, υποδηλώνοντας γενικότερη αποτυχία να ικανοποιηθούν οι υπεύθυνοι λήψης αποφάσεων σε ορισμένα κριτήρια, κυρίως σε ότι αφορά την ποιότητα των κλινικών δεδομένων. Βλέποντας λοιπόν την ποιότητα των κλινικών στοιχείων, τα αποδεικτικά στοιχεία υψηλής ποιότητας εντοπίστηκαν μόνο σε ένα μικρό ποσοστό γύρω στο 20% όλων των υποβληθέντων φαρμάκων, ενώ το 47% και το 33% είχαν μέση ή χαμηλή ποιότητα.

Επίσης, πολύ σημαντικές είναι οι  κοινωνικές αξιολογικές κρίσεις (social value judgement), δηλαδή παράμετροι που πολλές φορές λειτουργούν ως τροποποιητές για τις τελικές αποφάσεις. Σε ένα 43% του δείγματος, αναγνωρίστηκε η ανεκπλήρωτη ανάγκη. Άρα λοιπόν, προϊόντα που είχαν ανεκπλήρωτη ανάγκη έλαβαν μεγαλύτερο priority, το πλεονέκτημα χορήγησης καθώς και η σοβαρότητα της νόσου. Άρα αυτά τα κριτήρια λαμβάνονται υπόψη και σε πολλές περιπτώσεις λειτουργούν ως τροποποιητές των αποφάσεων. Δυστυχώς, δεν έχουμε τη δυνατότητα να ποσοτικοποιήσουμε το πόσο ακριβώς λαμβάνεται υπόψη το κάθε κριτήριο.

 Επιπλέον, το 65% των αποτελεσμάτων που είχαν έγκριση με περιορισμούς υπόκεινται σε έναν η περισσότερους κλινικούς περιορισμούς, κυρίως περιορισμούς πληθυσμού. Δηλαδή, περιορίζοντας τις ενδείξεις σε υποομάδες πληθυσμού οι οποίες παρουσιάζουν το υψηλότερο όφελος. Υπήρχαν επίσης περιορισμοί συνταγογράφησης ή και τα δύο. Το ποσοστό των κλινικών περιορισμών δεν έχει αλλάξει σημαντικά με την πάροδο του χρόνου. Σε ότι αφορά  αύξηση  των συμφωνιών  επιμερισμού κινδύνου, αυτές αντιπροσώπευαν το 44% συνολικά όλων των φαρμάκων που εγκρίθηκαν με περιορισμούς, ενώ ένα 5% συνδεόταν με ειδικές συμφωνίες χρηματοδότησης, όπως κονδύλια για ειδικό περιορισμό ή χρηματοδότηση υπό συνθήκες συλλογής δεδομένων.