Οι επιστήμονες βρίσκονται ένα βήμα πιο κοντά στη διερεύνηση και θεραπεία της κατάθλιψης που αποτελεί μάστιγα στον σύγχρονο κόσμο, χάρη σε μια νέα έρευνα που έχει εντοπίσει έξι υποτύπους —ή «βιότυπους» — της μείζονος κατάθλιψης μέσω απεικόνισης εγκεφάλου σε συνδυασμό με μηχανική μάθηση. Η μελέτη, δημοσιεύτηκε πριν λίγες μέρες στο περιοδικό Nature Medicine και αναφέρει ότι πώς τρεις από αυτούς τους βιοτύπους ανταποκρίθηκαν σε διαφορετικά αντικαταθλιπτικά φάρμακα και θεραπείες. Περίπου 280 εκατομμύρια άνθρωποι παγκοσμίως πάσχουν από κατάθλιψη, η οποία είναι πλέον θεωρείται κύρια αιτία αναπηρίας. Περίπου το 30% έως 40% των ατόμων με κατάθλιψη δεν βιώνουν βελτίωση των συμπτωμάτων αφού δοκιμάσουν μία θεραπεία, σύμφωνα με τη μελέτη. Επίσης, 30% των ατόμων που έχουν διαγνωστεί με κατάθλιψη συνεχίζουν να βιώνουν κατάθλιψη ανθεκτική στη θεραπεία όταν η διαταραχή δεν βελτιώνεται μετά από πολλαπλές προσπάθειες θεραπείας.
Οι συγγραφείς χρησιμοποίησαν δεδομένα από 801 ενήλικες συμμετέχοντες που είχαν προηγουμένως διαγνωστεί με κατάθλιψη ή άγχος και 137 υγιείς συμμετέχοντες της ομάδας ελέγχου. Οι συγγραφείς χρησιμοποίησαν μαγνητική τομογραφία για να μετρήσουν την εγκεφαλική δραστηριότητα των συμμετεχόντων όταν ήταν σε ηρεμία, εστιάζοντας σε περιοχές του εγκεφάλου που είναι ήδη γνωστό ότι παίζουν ρόλο στην κατάθλιψη και στις συνδέσεις μεταξύ αυτών των περιοχών. Παρακολούθησαν επίσης την εγκεφαλική δραστηριότητα όταν οι συμμετέχοντες έκαναν διάφορα τεστ που αξιολογούσαν τη γνωστική και συναισθηματική τους λειτουργία. Μερικά από τα αποτελέσματα είναι τα εξής: Ένας τύπος, που χαρακτηρίζεται από υπερδραστηριότητα στις γνωστικές περιοχές του εγκεφάλου, παρουσίασε καλύτερη ανταπόκριση στο αντικαταθλιπτικό βενλαφαξίνη, ενώ ένας άλλος τύπος, στον οποίο ο εγκέφαλος παρουσίαζε μεγαλύτερη δραστηριότητα μεταξύ τριών περιοχών που σχετίζονται με την κατάθλιψη και την επίλυση προβλημάτων σε κατάσταση ηρεμίας, ανταποκρίθηκε καλύτερα στην ψυχοθεραπεία. Ένας τρίτος τύπος, στον οποίο παρατηρήθηκαν χαμηλότερα επίπεδα δραστηριότητας σε κατάσταση ηρεμίας σε μια περιοχή του εγκεφάλου που συνδέεται με την προσοχή, είχε λιγότερες πιθανότητες να ανταποκριθεί στην ψυχοθεραπεία. Οι συγγραφείς βρήκαν επίσης έναν βιότυπο που χαρακτηρίζεται από υψηλή συναισθηματική αντιδραστικότητα, που σημαίνει ότι οι εγκέφαλοι των συμμετεχόντων σε αυτήν την ομάδα επηρεάζονταν περισσότερο από συναισθηματικές εισροές όπως τα δικά τους συναισθήματα ή οι εκφράσεις του προσώπου των ανθρώπων. Ένας άλλος βιότυπος συσχετίστηκε με χαμηλότερη δραστηριότητα στις γνωστικές περιοχές του εγκεφάλου και λιγότερη συνδεσιμότητα στις συναισθηματικές περιοχές, που σημαίνει ότι αυτοί οι συμμετέχοντες είχαν δυσκολία να ανταποκριθούν σε γνωστικές πληροφορίες και να ρυθμίσουν τα αρνητικά συναισθήματα. Αυτοί οι δύο τελευταίοι βιοτύποι δεν ανταποκρίθηκαν στα φάρμακα ή τη θεραπεία, γεγονός που υποδηλώνει ότι μπορεί να χρειαστούν άλλες επιλογές για άτομα με αυτούς τους τύπους. Τέλος, ο έκτος βιότυπος που εντοπίστηκε δεν διέφερε από τις σαρώσεις εγκεφάλου της ίδιας περιοχής σε άτομα χωρίς κατάθλιψη. Οι επιστήμονες πιστεύουν ότι αυτό το εύρημα θα μπορούσε να σημαίνει ότι δεν έχει ανακαλυφθεί πλήρως το πλήρες φάσμα της βιολογίας του εγκεφάλου που κρύβεται πίσω από την κατάθλιψη.