Μια νέα μελέτη από τις ΗΠΑ, που δημοσιεύτηκε πρόσφατα στο έγκριτο διεθνές επιστημονικό περιοδικό JAMA Network Open, κατέδειξε ότι η θεραπεία με αγωνιστές του υποδοχέα GLP-1 φάνηκε να σχετίζεται με μειωμένο κίνδυνο ανάπτυξης συγκεκριμένων καρκίνων που σχετίζονται με την παχυσαρκία σε ασθενείς με σακχαρώδη διαβήτη τύπου 2 που δεν είχαν διάγνωση καρκίνου κατά την έναρξη της αγωγής.

Οι Καθηγητές της Θεραπευτικής Κλινικής της Ιατρικής Σχολής του ΕΚΠΑ στο Νοσοκομείο Αλεξάνδρα, Σταυρούλα (Λίνα) Πάσχου (Επίκουρη Καθηγήτρια Ενδοκρινολογίας), Θεοδώρα Ψαλτοπούλου (Καθηγήτρια Θεραπευτικής-Επιδημιολογίας-Προληπτικής Ιατρικής) και Θάνος Δημόπουλος (Καθηγητής Θεραπευτικής-Αιματολογίας-Ογκολογίας, Διευθυντής της Θεραπευτικής Κλινικής και τ. Πρύτανης ΕΚΠΑ) συνοψίζουν τα κύρια σημεία της μελέτης αυτής. Χρησιμοποιώντας μια εθνική πολυκεντρική βάση δεδομένων ηλεκτρονικών αρχείων υγείας στις ΗΠΑ, οι ερευνητές εντόπισαν 1.651.452 ασθενείς με σακχαρώδη διαβήτη τύπου 2 (μέση ηλικία 59,8 έτη) που δεν είχαν προηγούμενη διάγνωση καρκίνου που σχετίζεται με την παχυσαρκία και τους συνταγογραφήθηκαν αγωνιστές υποδοχέα GLP-1, ινσουλίνες ή μετφορμίνη μεταξύ Μαρτίου 2005 και Νοεμβρίου 2018. Η στατιστική ανάλυση των δεδομένων πραγματοποιήθηκε τον Απρίλιο του 2024.

Η θεραπεία με αγωνιστές του υποδοχέα GLP-1 έναντι ινσουλινών βρέθηκε ότι σχετίζεται με σημαντικά μειωμένο κίνδυνο ανάπτυξης 10 τύπων καρκίνου που σχετίζονται με την παχυσαρκία, συγκεκριμένα καρκίνο χοληδόχου κύστης, καρκίνο παγκρέατος, ηπατοκυτταρικό καρκίνωμα, καρκίνο ωοθηκών, καρκίνο παχέος εντέρου, πολλαπλούν μυέλωμα, καρκίνο οισοφάγου, καρκίνο ενδομητρίου, και καρκίνο νεφρού. Η θεραπεία με αγωνιστές του υποδοχέα GLP-1 δεν φάνηκε να σχετίζεται με μειωμένο κίνδυνο εμφάνισης μετεμμηνοπαυσιακού καρκίνου του μαστού ή καρκίνου του θυρεοειδούς. Σε σύγκριση με τη μετφορμίνη, η θεραπεία με αγωνιστές του υποδοχέα GLP-1 δεν βρέθηκε να συσχετίζεται με μειωμένο κίνδυνο ανάπτυξης οποιουδήποτε καρκίνου. Ο περίσσιος λιπώδης ιστός σε παχύσαρκους, και ιδιαίτερα σε άτομα με κεντρική παχυσαρκία, παράγει έναν αριθμό προφλεγμονωδών κυτοκινών και βιοενεργών μορίων, όπως TNF-α, IL-6, MCP-1, PAI-1, RBP-4, λεπτίνη, βισφατίνη, ρεζιστίνη. Τα μόρια αυτά δημιουργούν φλεγμονώδες περιβάλλον και προάγουν τον πολλαπλασιασμό των κυττάρων, την αντίσταση στην ινσουλίνη και τη νεογλυκογένεση. Ταυτόχρονα, η λιπόλυση που συνοδεύει την παχυσαρκία αυξάνει την κυκλοφορία ελεύθερων λιπαρών οξέων, οδηγώντας σε παραγωγή λιποπρωτεϊνών πολύ μικρής πυκνότητας καθώς και σε μειωμένη μυϊκή ευαισθησία στην ινσουλίνη. Η αθροιστική επίδραση όλων των παραπάνω είναι η υπερινσουλιναιμία. Οι αυξημένες συγκεντρώσεις ινσουλίνης οδηγούν σε υπερδιέγερση των υποδοχέων της. Μέσω μιας σειράς ενδοκυτταρικών οδών προάγεται ο κυτταρικός πολλαπλασιασμός και η σύνθεση πρωτεϊνών, ενώ αναστέλλεται ο κυτταρικός θάνατος, οδηγώντας συνολικά σε καρκινογένεση. Κάποιοι άνθρωποι παράγουν λιγότερο GLP-1 ή αυτό που παράγουν δεν δρα σωστά. Έτσι, τα φάρμακα αυτά μιμούνται το GLP-1, επιβραδύνουν τη διέλευση της τροφής από το έντερο, επάγουν κορεσμό, αλλά συμβάλλουν και στη μείωση των επιπέδων γλυκόζης στο αίμα. Δίδονται ως καθημερινή (λιραγλουτίδη) ή εβδομαδιαία (σεμαγλουτίδη) υποδόρια ένεση. Μελέτες υποδεικνύουν ότι μπορούν να βοηθήσουν τους ανθρώπους να χάσουν ως και 15% του αρχικού σωματικού τους βάρους. Σύμφωνα με τους Καθηγητές οι πιθανές προληπτικές επιδράσεις των αγωνιστών του υποδοχέα GLP-1 στους καρκίνους που σχετίζονται με την παχυσαρκία δικαιολογούν περαιτέρω μακροπρόθεσμες κλινικές μελέτες.