Παρά την πρόοδο που σημειώθηκε στη μείωση των μολύνσεων από τον ιό HIV και των θανάτων που σχετίζονται με το AIDS μεταξύ των παιδιών, μια νέα έκθεση που δημοσιεύθηκε χθες από την Παγκόσμια Συμμαχία για τον Τερματισμό του AIDS στα Παιδιά έως το 2030 δείχνει ότι απαιτείται άμεσα αύξηση της παροχής των υπηρεσιών υγείας για τον HIV στις χώρες που έχουν πληγεί περισσότερο για να επιτευχθεί ο στόχος για τον τερματισμό του AIDS έως το 2030. Η έκθεση με τίτλο «Transforming Vision Into Reality», δείχνει ότι τα προγράμματα που στοχεύουν στην κάθετη μετάδοση (μετάδοση από τη μητέρα στο έμβρυο) του HIV έχουν αποτρέψει 4 εκατομμύρια μολύνσεις σε παιδιά ηλικίας 0-14 ετών από το 2000. Παγκοσμίως, οι νέες μολύνσεις HIV σε παιδιά ηλικίας 0-14 ετών έχουν μειωθεί κατά 38% από το 2015 και οι θάνατοι που σχετίζονται με το AIDS έχουν μειωθεί κατά 43%. Μεταξύ των δώδεκα χωρών της Παγκόσμιας Συμμαχίας, αρκετές έχουν επιτύχει ισχυρή κάλυψη της δια βίου αντιρετροϊκής θεραπείας σε έγκυες και θηλάζουσες γυναίκες που ζουν με HIV. Ωστόσο, παρά τις προόδους, ούτε ο κόσμος ούτε οι χώρες της Παγκόσμιας Συμμαχίας βρίσκονται επί του παρόντος σε καλό δρόμο για την επίτευξη των δεσμεύσεων σχετικά με τον HIV σε παιδιά και εφήβους και ο ρυθμός προόδου στην πρόληψη νέων μολύνσεων από τον HIV και θανάτων που σχετίζονται με το AIDS μεταξύ των παιδιών έχει επιβραδυνθεί τα τελευταία χρόνια. «Η επιτάχυνση στην παροχή υπηρεσιών για τον HIV σε παιδιά και εφήβους είναι ηθική υποχρέωση και πολιτική επιλογή», ​​δήλωσε ο Δρ Tedros Adhanom Ghebreyesus, Γενικός Διευθυντής του Παγκόσμιου Οργανισμού Υγείας. Περίπου 120.000 παιδιά ηλικίας 0-14 ετών μολύνθηκαν από τον ιό HIV το 2023, με περίπου 77.000 από αυτές τις νέες μολύνσεις να εμφανίζονται στις χώρες της Παγκόσμιας Συμμαχίας. Οι θάνατοι που σχετίζονται με το AIDS μεταξύ παιδιών ηλικίας 0-14 ετών ανήλθαν σε 76.000 παγκοσμίως, με τις χώρες της Παγκόσμιας Συμμαχίας να αντιπροσωπεύουν τους 49.000 από αυτούς τους περιττούς θανάτους. Τα ποσοστά κάθετης μετάδοσης παραμένουν εξαιρετικά υψηλά σε ορισμένες τοποθεσίες, ιδιαίτερα στη Δυτική και Κεντρική Αφρική, με ποσοστά που ξεπερνούν το 20% σε χώρες όπως η Νιγηρία και η Λαϊκή Δημοκρατία του Κονγκό.