Ακριβές και δυσπρόσιτες είναι οι υπηρεσίες υγείας για τους πολίτες στην Ελλάδα, σύμφωνα με τα συμπεράσματα της τελευταίας ανάλυση της σειράς Focus ENA | Oικονομία του Ινστιτούτου ΕΝΑ. Όπως τονίζεται, στην εν λόγω ανάλυση, σε όλες τις χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης υπάρχουν δημόσια συστήματα υγείας, ωστόσο, οι πολίτες που ασθενούν δεν μπορούν πάντα να καλύψουν τις ανάγκες περίθαλψης. Η Eurostat συγκεντρώνει στοιχεία για αυτή την αδυναμία κάλυψης των αναγκών υγείας, η οποία οφείλεται σε τρεις κυρίως λόγους: Το υψηλό κόστος που πρέπει να πληρώσουν, την απόσταση από το κοντινότερο ιατρείο ή νοσοκομείο και τον απαιτούμενο χρόνο αναμονής προκειμένου να εξυπηρετηθούν. Το πρόβλημα στην Ελλάδα είναι σαφώς εντονότερο από τον μέσο όρο της Ευρωπαϊκής Ένωσης και δείχνει να επιδεινώνεται δραματικά από το 2022 και μετά. Το 2020-21 το ποσοστό των Ελλήνων που αδυνατούσε να καλύψει το πρόβλημα υγείας του ήταν κοντά στο 6,5% έναντι περίπου 2% στον μέσο όρο της Ευρωπαϊκής Ένωσης, δηλαδή παραπάνω από τριπλάσιο. Στη διάρκεια του 2022 και 2023 το ποσοστό αυτό εκτοξεύθηκε στο 9% και 11,6%, αντίστοιχα, και είναι πλέον παραπάνω από τετραπλάσιο του ευρωπαϊκού μέσου όρου.
Η ανάλυση καθιστά σαφές ότι το συντριπτικά μεγαλύτερο ποσοστό εκείνων που αδυνατούν να καλύψουν τις ανάγκες υγειονομικής περίθαλψης στην Ελλάδα βρίσκεται σε αυτή την κατάσταση λόγω κόστους. Το εν λόγω ποσοστό στην Ελλάδα είναι μακράν το υψηλότερο μεταξύ των χωρών της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Στη δεύτερη θέση βρίσκεται η Ρουμανία με μεγάλη απόσταση από την Ελλάδα: το 2023 το αντίστοιχο ποσοστό της Ρουμανίας ήταν 3,8% έναντι 9,4% της Ελλάδας. Οι δύο άλλες αιτίες (απόσταση και αναμονή) αποτρέπουν μικρότερα ποσοστά πληθυσμού από την κάλυψη των αναγκών υγείας, ωστόσο, η επιδείνωση στην Ελλάδα κατά το 2023 είναι προφανής. Ειδικά στην περίπτωση της αναμονής, η Ελλάδα βρισκόταν μέχρι το 2022 σε καλύτερη θέση από τον μέσο ευρωπαϊκό όρο αλλά αυτό ανατράπηκε το 2023. Εφόσον η βασική αιτία που αποτρέπει τους πολίτες από την κάλυψη των αναγκών υγείας είναι το υψηλό κόστος, το πρόβλημα διαφοροποιείται ανάλογα με την οικονομική κατάσταση των ασθενών. Αυτή η διαφοροποίηση φαίνεται αν χωρίσουμε τον πληθυσμό σε πεμπτημόρια εισοδήματος, ξεκινώντας από το φτωχότερο 20%, το αμέσως ανώτερο 20%-40%, κ.ο.κ. μέχρι το πλουσιότερο 20%.
Όπως θα περίμενε κανείς, το κόστος των υπηρεσιών υγείας είναι σαφώς εντονότερο πρόβλημα για τους φτωχότερους. Το 18,7% των ασθενών που βρίσκεται στη χαμηλότερη εισοδηματική κλίμακα (πρώτο πεμπτημόριο) μένει χωρίς υγειονομική περίθαλψη, καθώς αδυνατεί να καλύψει το κόστος της. Τα σχετικά ποσοστά μειώνονται όσο ανεβαίνουμε εισοδηματική κατηγορία, όμως οι διαφορές από τους ευρωπαϊκούς μέσους όρους παραμένουν τεράστιες: τα ποσοστά στην Ελλάδα φτάνουν ακόμα και δεκαπλάσια των αντίστοιχων ευρωπαϊκών. Είναι χαρακτηριστικό ότι το πρόβλημα παραμένει και για τους οικονομικά ευκατάστατους. Το ποσοστό του πληθυσμού στο πλουσιότερο 20% της Ελλάδας που αδυνατεί να καλύψει τις ανάγκες υγείας λόγω κόστους (2,9%) είναι υψηλότερο από το αντίστοιχο ποσοστό στο φτωχότερο 20% του πληθυσμού της Ευρωπαϊκής Ένωσης (2,2%).