Τα αποτελέσματα της έρευνας με τίτλο: «Το ταξίδι των ασθενών με καρκίνο του μαστού στην Ελλάδα: 10 χρόνια μετά», που πραγματοποίησαν το Εργαστήριο Αξιολόγησης Τεχνολογιών Υγείας (LabHTA) του Τμήματος Πολιτικών Δημόσιας Υγείας, της Σχολής Δημόσιας Υγείας του Πανεπιστημίου Δυτικής Αττικής και ο Πανελλήνιος Σύλλογος Γυναικών με Καρκίνο Μαστού «Άλμα Ζωής», παρουσιάστηκαν σε χθεσινή συνέντευξη τύπου. Σκοπός της έρευνας ήταν να αποτυπώσει το «ταξίδι» των γυναικών με καρκίνο του μαστού σήμερα, από το πρώτο εύρημα/σύμπτωμα έως και το στάδιο της παρακολούθησης, να διερευνήσει τις συνθήκες πρόσβασης σε φροντίδα υγείας και να αποτυπώσει την επίπτωση της  νόσου, υπό την οπτική των γυναικών με καρκίνο του μαστού. Στην έρευνα συμμετείχαν γυναίκες που είχαν νοσήσει από πρώιμο ή και τοπικά προχωρημένο καρκίνο του μαστού το χρονικό διάστημα από 1/1/2019 έως 30/6/2023, και των οποίων η διάγνωση και οι θεραπείες είχαν γίνει στην Ελλάδα.  Σύμφωνα με τα αποτελέσματα της έρευνας, ο πρώτος γιατρός στον οποίο απευθύνθηκε η πλειονότητα του δείγματος (51,3%) ήταν ιδιώτης γιατρός (στο ιατρείο του) ενώ το 21,9% απευθύνθηκε σε εξωτερικά ιατρεία ιδιωτικού νοσοκομείου ή κλινικής ή σε ιδιωτικό πολυϊατρείο, έναντι 25,4% για αντίστοιχες δημόσιες δομές (πρωινά & απογευματινά ιατρεία δημόσιου νοσοκομείου, ΠΕΔΥ, Κέντρο Υγείας).

Σε μεγαλύτερο ποσοστό οι συμμετέχουσες απευθύνθηκαν επίσης στον ιδιωτικό τομέα και για τη διενέργεια της βιοψίας, με το 64,3% να δηλώνει πως πραγματοποίησε τη βιοψία σε ιδιωτικό νοσοκομείο/ διαγνωστικό κέντρο/ ιατρείο, έναντι 35,5% σε δημόσιο νοσοκομείο.

Οι συμμετέχουσες στην έρευνα επισκέφθηκαν κατά μέσο όρο 2 γιατρούς ως την οριστικοποίηση της διάγνωσης.

Το σύνολο των γυναικών με πρώιμο/τοπικά προχωρημένο καρκίνο μαστού που συμμετείχαν στην έρευνα έκαναν κάποια χειρουργική επέμβαση. Στην πλειονότητα των περιπτώσεων (60,9%), η επέμβαση πραγματοποιήθηκε σε ιδιωτικό νοσοκομείο/κλινική. Στην περίπτωση των υπόλοιπων θεραπειών (χημειοθεραπειών, θεραπειών με βιολογικό παράγοντα, ανοσοθεραπείας, ακτινοθεραπειών), σχεδόν οι μισές γυναίκες επέλεξαν το δημόσιο νοσοκομείο.

Καθοριστικός παράγοντας στην επιλογή του νοσοκομείου για τη χειρουργική επέμβαση φαίνεται πως είναι ο/η γιατρός.

Το 86,8% του δείγματος αναφέρει πως δεν άλλαξε νοσοκομείο κατά τη διάρκεια των θεραπειών, ενώ για όσες άλλαξαν (12,3%), ο γιατρός ήταν και πάλι καθοριστικός παράγοντας επιλογής (42,6%). Η δαπάνη για τη διάγνωση και τις θεραπείες καλύπτεται από την κοινωνική ασφάλιση αλλά και τις ίδιες τις ασθενείς με ιδιωτικές πληρωμές, και συμπληρωματικά από την ιδιωτική ασφάλιση. Οι ιδιωτικές αυτές πληρωμές, ανέρχονται σε 4.673€ κατά μέσο όρο.

Το συγκεκριμένο ποσό φαίνεται να καλύπτεται κατά κύριο λόγο από το ίδιο το νοικοκυριό (66,1%) ή/και από αποταμιεύσεις (40,6%), ενώ σημαντικό ρόλο φαίνεται πως παίζει και το ευρύτερο υποστηρικτικό δίκτυο (23,9% οι γονείς της ασθενούς, 12,5% δανεισμός από φίλους και γνωστούς).

Το 31% του δείγματος θεωρεί πως η οικονομική τους κατάσταση επιβαρύνθηκε πολύ ή πάρα πολύ εξαιτίας των εξόδων για τη θεραπεία.

Αντίστοιχα, το 17,4% αναφέρει πως η συγκεκριμένη οικονομική επιβάρυνση τις επιβάρυνε και ψυχολογικά.

Ποσοστό 75,7% των συμμετεχουσών στην έρευνα θεωρούν πως καθ΄ όλο το «ταξίδι» τους, από την πρώτη επίσκεψη σε γιατρό ως μετά τη θεραπεία, έλαβαν ιατρική φροντίδα εγκαίρως.

Για όσες γυναίκες απάντησαν πως δεν έλαβαν ιατρική φροντίδα εγκαίρως (23,2%), οι κυριότεροι λόγοι που αναφέρθηκαν ήταν πως οι γιατροί στους οποίους απευθύνθηκαν δεν διέγνωσαν το πρόβλημα και η αναμονή για να πραγματοποιήσουν τις απαραίτητες εξετάσεις ώστε να γίνει η διάγνωση.