Τα άτομα με προϋπάρχουσες αναπνευστικές παθήσεις είναι ιδιαίτερα ευάλωτα σε περιόδους αυξημένων επιπέδων αφρικανικής σκόνης όπως αυτή που επικρατεί τις τελευταίες ημέρες στη χώρα μας, όπως επισημαίνει η Ελληνική Πνευμονολογική Εταιρεία. Για άτομα με παθήσεις όπως το άσθμα, η βρογχίτιδα ή η χρόνια αποφρακτική πνευμονοπάθεια (ΧΑΠ), η έκθεση σε αυτά τα σωματίδια μπορεί να επιδεινώσει τα συμπτώματα, οδηγώντας σε δύσπνοια, βήχα, συριγμό και δυσφορία στο στήθος. Η αφρικανική σκόνη μπορεί να προκαλέσει αλλεργικού τύπου αντιδράσεις σε ορισμένα άτομα, ερεθισμό του αναπνευστικού συστήματος, ρινική συμφόρηση, φτέρνισμα και υγρά μάτια. Εκτός από αναπνευστικά προβλήματα, η έκθεση στην αφρικανική σκόνη έχει συνδεθεί με καρδιαγγειακά προβλήματα. Τα σωματίδια μπορούν να συμβάλουν στη φλεγμονή, το οξειδωτικό στρες και την αγγειοσυστολή, που μπορεί να αυξήσουν τον κίνδυνο καρδιακών προσβολών, εγκεφαλικών επεισοδίων και άλλων καρδιαγγειακών παθήσεων, ιδιαίτερα σε ευάλωτους πληθυσμούς. Τέλος, η παρατεταμένη έκθεση στην αφρικανική σκόνη μπορεί επίσης να επηρεάσει το ανοσοποιητικό σύστημα, καθιστώντας τα άτομα πιο ευάλωτα σε λοιμώξεις του αναπνευστικού συστήματος και σε άλλες ασθένειες. Σύμφωνα με τις συστάσεις της ΕΠΕ, κατά τις περιόδους αυξημένων επιπέδων σκόνης, οι πολίτες και ειδικά οι πιο ευάλωτοι, πρέπει να παραμένουν ενημερωμένοι για την ποιότητα του αέρα, νε περιορίζουν τις υπαίθριες δραστηριότητες, να κλείνουν τα παράθυρα και τις πόρτες, να χρησιμοποιούν μάσκες και μένουν ενυδατωμένοι.
Ασθενείς με άσθμα μπορεί να χρειαστεί να αυξήσουν τη δοσολογία ή τη συχνότητα λήψης των εισπνεόμενων φαρμάκων και ασθενείς με ΧΑΠ μπορεί να χρειαστεί να αυξήσουν την ανακουφιστική αγωγή με εισπνεόμενα φάρμακα.