Στο άρθρο της με τίτλο «Φάκελος “Γενόσημα Φάρμακα”: Αξία και Προκλήσεις», η Δρ Ανδρούλλα Ελευθερίου, Ιολόγος και Εκτελεστική Δ/ντρια της Διεθνούς Ομοσπονδίας Θαλασσαιμίας (ΔΟΘ), αναφέρεται στο θέμα των γενόσημων φαρμάκων διευκρινίζοντας τα εξής:

Προκειμένου να πάρουν άδεια για κυκλοφορία, τα γενόσημα φάρμακα υπόκεινται στους προβλεπόμενους ελέγχους από τις διεθνείς και τοπικές αρχές, ώστε να εξασφαλίζεται η βιοϊσοδυναμία τους. Οι ιδιότητες του καινοτόμου/πρωτότυπου φαρμάκου και του γενόσημου φαρμάκου είναι δηλαδή εξίσου αποτελεσματικές και ασφαλείς για τον άνθρωπο, χωρίς να είναι πλέον αναγκαίες για τα γενόσημα σκευάσματα οι μεγάλες επενδύσεις και το υψηλό κόστος που συνεπάγονται οι κλινικές δοκιμές στα καινοτόμα, εξ ου και οι χαμηλότερες τιμές τους. Οι παρασκευάστριες εταιρείες γενοσήμων βασίζουν τις μελέτες τους σε δεδομένα που είχαν ήδη εξαχθεί για τις επίσημες αδειοδοτήσεις των καινοτόμων φαρμάκων. Συνεπώς όλα τα γενόσημα φάρμακα που διατίθενται ή πρόκειται να διατεθούν στην κυπριακή, για παράδειγμα, αγορά έχουν πάρει έγκριση και από τον Ευρωπαϊκό Οργανισμό Φαρμάκων (ΕΜΑ) και από τις Φαρμακευτικές Υπηρεσίες του Υπουργείου Υγείας, την αρμόδια αρχή σε εθνικό επίπεδο.

Εφόσον, λοιπόν, τα γενόσημα περιέχουν την ίδια δραστική ουσία με τα πρωτότυπα και, εξ ορισμού, «ακριβότερα» φάρμακα, έχουν επίσημα την ίδια θεραπευτική ένδειξη, αλλά και κλινική αποτελεσματικότητα, και η τιμή τους είναι, κατά τεκμήριο, αρκετά χαμηλότερη, γιατί τότε γίνεται συχνά μεγάλος «ντόρος» γύρω από τη χρήση τους και προκύπτουν ενστάσεις ενάντια σε προσπάθειες συστηματικότερης συνταγογράφησής τους;

Σύμφωνα με τους οικονομολόγους της Υγείας, σε δημοσιονομικό επίπεδο τα γενόσημα διαδραματίζουν σημαντικό ρόλο στη μείωση της φαρμακευτικής δαπάνης στον τομέα της υγείας. Σχετικές μελέτες κατέδειξαν ενδεικτικά ότι μόνο για το 2019 εξοικονομήθηκαν πάνω από 313 δις δολάρια με την αγορά γενοσήμων φαρμάκων στις ΗΠΑ, απελευθερώνοντας έτσι πόρους για πιο δαπανηρές θεραπείες και υπηρεσίες. Στην Ευρώπη, αντίστοιχα, έχει υπολογιστεί ότι η εξοικονόμηση από τη χρήση τέτοιων σκευασμάτων θα φτάσει περίπου τα 35 δις ευρώ έως το 2025.