Στα εξαιρετικά εργαλεία που μας προσφέρουν τα Οικονομικά της Υγείας για τις μελέτες κόστους – αποτελεσματικότητας ενός νέου φαρμάκου και τις μελέτες επίπτωσης στον προϋπολογισμό αναφέρθηκε ο Αθανάσιος Βοζίκης, Αναπληρωτής Καθηγητής, Διευθυντής του Εργαστηρίου «Οικονομικών και Διοίκησης της Υγείας», Πανεπιστήμιο Πειραιώς, μιλώντας στο συνέδριο ΗΤΑ.  Αναφέρθηκε ιδιαίτερα στον δείκτη ICER, όπου σε συσχετισμό με συγκεκριμένα όρια ή κατώφλια που μας επιτρέπει να υιοθετούμε ή να απορρίπτουμε μια θεραπευτική προσέγγιση  ως οικονομικά αποδοτική.

Τα όρια αυτά είναι διαφορετικά σε κάθε χώρα με μεγάλες αποκλίσεις. Για τη χώρα μας δεν είναι γνωστά και συνήθως καθορίζονται από πολλούς εμπλεκόμενους με τρεις κυρίως μεθοδολογικές προσεγγίσεις 1) προθυμία για πληρωμή 2) προ υπάρχουσας τιμής 3) υπολογισμός κόστους ευκαιρίας. Τα όρια αυτά θεωρούνται αυθαίρετα,  χωρίς επιστημονική τεκμηρίωση και χωρίς εμπειρική τεκμηρίωση, ενώ υπάρχει σημαντική διαφοροποίηση όταν οι εκτιμήσεις αυτές γίνονται από την πλευρά της προσφοράς ή της ζήτησης.

Τέλος αναφέρθηκε στα μοντέλα υπολογισμού της επίπτωσης στον προϋπολογισμό, που απαντούν στο ερώτημα αν μπορούμε να πληρώσουμε τις νέες θεραπείες ακόμα κι αν είναι αυτές οικονομικά αποδοτικές. Και σε αυτή την περίπτωση απαιτούνται όρια ο καθορισμός των οποίων επηρεάζει άμεσα τον αριθμό των ασθενών με πρόσβαση στη θεραπεία και τη τιμή των φαρμάκων. Άρα, όσο χαμηλότερη τιμή πετύχουμε μετά από μία διαπραγμάτευση τόσο περισσότεροι ασθενείς θα έχουν πρόσβαση στη θεραπεία. Επίσης  τόνισε ότι οι αποφάσεις της επιτροπής διαπραγμάτευσης σημαίνουν όχι μόνο την  αποδοχή της εκάστοτε νέας θεραπείας, αλλά και πιθανότατα αντικατάσταση παλαιοτέρων και καθορίζουν βέβαια και τη διαδικασία της χρηματοδότησης. Τέλος κατέληξε ότι ο στόχος όλων των εμπλεκόμενων μερών θα πρέπει να είναι η σωστή τεχνολογία για τον σωστό ασθενή στη σωστή στιγμή.