Τα μέτρα που πρέπει να λαμβάνουν οι ευπαθείς ομάδες στον καύσωνα αλλά και τους λόγους για τους κινδυνεύουν περισσότερο οι καρδιοπαθείς, επισημαίνει σε άρθρο του, ο Καθηγητής Καρδιολογίας, Γ’ Πανεπιστημιακή Καρδιολογική Κλινική, ΓΝΝΘΑ «Η ΣΩΤΗΡΙΑ» και πρόεδρος της Ιατρικής Σχολής ΕΚΠΑ, Γεράσιμος Σιάσος.

Σύμφωνα με τον καθηγητή, «Σε διεθνείς καταγραφές έχει σημειωθεί αύξηση των καρδιαγγειακών νοσηλειών κατά 6-10% σε περιόδους καύσωνα καθώς και διπλασιασμός του κινδύνου αιφνίδιου καρδιαγγειακού θανάτου. Για παράδειγμα, στον καύσωνα του Ιουλίου 1987 στην Αθήνα καταγράφηκαν 2000 επιπλέον θάνατοι, ενώ πρόσφατα στην Ιβηρική χερσόνησο το κύμα καύσωνα άφησε πίσω του περισσότερα από 1000 θύματα, με την συντριπτική πλειοψηφία αυτών να ανήκουν στις ευπαθείς ομάδες.

Σε υψηλές εξωτερικές θερμοκρασίες το σώμα μας πρέπει να εργαστεί εντονότερα, προκειμένου να διατηρήσει σταθερή τη θερμοκρασία του, γεγονός που αυξάνει το φορτίο εργασίας της καρδιάς και όλου του καρδιαγγειακού συστήματος. Ο οργανισμός σε συνθήκες υψηλής θερμοκρασίας ενεργοποιεί τους θερμορρυθμιστικούς μηχανισμούς προκειμένου να αποβάλλει την περίσσεια θερμότητας και συγκεκριμένα:

Αυξάνεται η καρδιακή συχνότητα (ταχυκαρδία) με σκοπό να αυξηθεί η καρδιακή παροχή και να καλυφθούν οι αυξημένες απαιτήσεις του οργανισμού. Ενεργοποιούνται οι ιδρωτοποιοί αδένες για να αποβληθεί η θερμότητα μέσω της εξάτμισης.

Προκαλείται αγγειοδιαστολή στα αγγεία του δέρματος, ώστε να αποβληθεί η θερμότητα, ενώ η υχνότητα άλλα και το βάθος της αναπνοής αυξάνονται για την αποβολή του θερμού αέρα.

Οι μεταβολές αυτές αν και προστατευτικές δεν παύουν να αποτελούν επιβάρυνση για το καρδιαγγειακό σύστημα, και κυρίως για τους ασθενείς με προϋπάρχουσα καρδιακή νόσο.

Συμπτώματα τα οποία πρέπει να μας οδηγήσουν σε αναζήτηση ιατρικής βοήθειας. Παράλληλα, οι υψηλές θερμοκρασίες του περιβάλλοντος μπορεί να προκαλέσουν προβλήματα όπως αδυναμία, εξάντληση, κράμπες ακόμα και την απειλητική για τη ζωή θερμοπληξία. Η τελευταία εμφανίζεται μετά από παρατεταμένη έκθεση στον ήλιο, κυρίως σε περιόδους καύσωνα και εκδηλώνεται με απότομη αύξηση της θερμοκρασίας του σώματος (> 40-41°C), έντονο αίσθημα δίψας, ξηρότητα και ερυθρότητα δέρματος, συγχυτική συμπεριφορά, ακόμα και με σπασμούς και απώλεια συνείδησης-κώμα. Επιπλέον μπορούν να επιτείνουν τη συμπτωματολογία οποιασδήποτε, προϋπάρχουσας υποκείμενης καρδιακής νόσου με την εκδήλωση συμπτωμάτων όπως θωρακική δυσφορία/άλγος, δύσπνοια, αίσθημα παλμών, ζάλη, απώλεια συνείδησης. Στην περίπτωση αυτή ο ασθενής θα πρέπει να αναζητήσει άμεσα ιατρική βοήθεια από καρδιολόγο.

Σύμφωνα με τις οδηγίες της Ελληνικής Καρδιολογικής Εταιρείας, για την πρόληψη και αποφυγή των ανωτέρω, δυνητικά επικίνδυνων καταστάσεων, ασθενείς με υποκείμενη καρδιακή νόσο, όπως στεφανιαία νόσο, καρδιακή ανεπάρκεια, βαλβιδοπάθειες, μυοκαρδιοπάθειες, πνευμονική υπέρταση θα πρέπει να αποφεύγουν την έκθεση στον ήλιο και των μετακινήσεων κατά τις ώρες υψηλής ακτινοβολίας και τα μεγάλα γεύματα. Επίσης μπορεί να υπάρχει ανάγκη

τροποποίησης της αντιυπερτασικής αγωγής μετά από επικοινωνία με καρδιολόγο. Πιθανότατα απαιτείται η μείωση της δοσολογίας ή και της συχνότητας χορήγησης των αντιυπερτασικών φαρμάκων, ειδικότερα επί εμφάνισης συμπτωμάτων όπως αδυναμία, ζάλη.

Τροποποίηση της δοσολογίας της διουρητικής αγωγής μετά από επικοινωνία με καρδιολόγο. Απαιτείται η μείωση της δόσης της διουρητικής αγωγής ιδιαίτερα σε περίπτωση υπότασης, αδυναμίας, σύγχυσης, ζάλης. Η τροποποίηση της διουρητικής αγωγής πρέπει να γίνεται υπό τακτικό έλεγχο της αρτηριακής πίεσης και του σωματικού βάρους.