Σύμφωνα με την έρευνα «Η Covid-19 στην Ελλάδα: Ψυχολογικό Αποτύπωμα» του Πανεπιστημίου Δυτικής Αττικής που παρουσιάζει το ΑΠΕ-ΜΠΕ, σχεδόν το σύνολο των ανθρώπων στην Ελλάδα αισθάνθηκαν σημαντική αλλαγή στην καθημερινότητά τους, εξ’αιτίας της πανδημίας.

Ειδικότερα, πέντε στα δέκα άτομα στην Ελλάδα αισθάνθηκαν «Πάρα πολύ» μεγάλη αλλαγή και τέσσερα στα δέκα άτομα αισθάνθηκαν «Μεγάλη» αλλαγή στην καθημερινότητά τους λόγω της πανδημίας COVID-19 και των επιπτώσεων της όπως οι καραντίνες και οι περιορισμοί στις κοινωνικές και επαγγελματικές τους υποχρεώσεις.

Η έρευνα διενεργήθηκε σε όλη την Ελλάδα το διάστημα 12-27 Δεκεμβρίου 2020, ηλεκτρονικά, ανώνυμα χωρίς προσωπικά δεδομένα των ερωτηθέντων. Tα αποδεκτά ερωτηματολόγια ήταν 5.778.

Όπως φαίνεται, οι γυναίκες που αισθάνθηκαν πολύ μεγάλη αλλαγή ήταν 20% αναλογικά περισσότερες από τους άνδρες. Παράλληλα, σχεδόν εννέα στους δέκα (87,2%) πολίτες αισθάνθηκαν πολύ έως πάρα πολύ μεγάλη αλλαγή στην καθημερινότητά τους από την πανδημία. Τα συναισθήματα που αναπτύχθηκαν ήταν διαφορετικά από άνθρωπο σε άνθρωπο, με κύρια τον φόβο μήπως αρρωστήσουν από τον κορονοϊό, τη μοναξιά γιατί αρκετοί απέφευγαν να επισκέπτονται τους συγγενείς τους μήπως τους μολύνουν και άλλοι προφυλάσσονταν μήπως μολυνθούν. Η αβεβαιότητα για τα επερχόμενα γεγονότα, το άγχος, ο εκνευρισμός, ο θυμός και η θλίψη έως τα καταθλιπτικά επεισόδια λόγω της πανδημίας και της συμπεριφοράς κάποιων άλλων ανθρώπων επιβάρυναν την καθημερινότητα των περισσότερών Ελλήνων.

«Κοιτάζοντας τις επιπτώσεις της πανδημίας, παρατηρούμε πως οι Έλληνες αντιμετώπισαν με ρεαλισμό την κατάσταση αφού τέσσερις στους δέκα θεωρούσαν πως θα αρθούν κάποιοι περιορισμοί μέχρι τον Ιούλιο το 2021, γεγονός που πραγματοποιήθηκε, και πέντε στους δέκα πίστευαν ότι οι περιορισμοί θα αρθούν μέχρι τον Δεκέμβριο του 2021 ή στη χειρότερη των περιπτώσεων μέσα στο 2022 γεγονός που επίσης επιβεβαιώνεται», τονίζει μιλώντας στο ΑΠΕ-ΜΠΕ ο Μιχάλης Γλαμπεδάκης, Ομότιμος Καθηγητής πρώην ΤΕΙ Αθήνας, νυν Πανεπιστήμιο Δυτικής Αττικής που επιμελήθηκε την έρευνα. Ο κ. Γλαμπεδάκης προσθέτει ότι: «Οι περιορισμοί λόγω της πανδημίας όπως η τηλεργασία, το κλείσιμο σχολείων κ.ά. έδωσαν την ευκαιρία σε περισσότερους (24%) ανθρώπους να βελτιώσουν την επαφή τους με τους συγγενείς και φίλους και σε λιγότερους (15%) την επιδείνωσαν. Η βελτίωση εμφανίζεται πιο έντονη στους νέους μέχρι 18 χρόνων που λόγω της διακοπής των δια ζώσης μαθημάτων έμειναν στα σπίτια τους. Οι νέοι των οποίων οι σχέσεις με το στενό περιβάλλον τους βελτιώθηκαν ήταν υπερδιπλάσιοι αυτών των οποίων επιδεινώθηκαν (27,3% έναντι 12,9%). Οι πολίτες που αντιμετώπισαν αψήφιστα τον κορονοϊό και θεωρούσαν ότι δεν συντρέχει λόγο ανησυχίας, οι «αρνητές» δηλαδή, ήταν πολύ λίγοι (5,8%) έναντι αυτών που πήραν πολύ σοβαρά τον κίνδυνο και υπάκουσαν στις προτροπές των ειδικών επιστημόνων και στις αποφάσεις της πολιτείας (32,4%). Φυσικά, το μεγαλύτερο μέρος των Ελλήνων (61,8%) θεώρησε ότι η πανδημία είναι διαχειρίσιμη και χωρίς υπέρμετρο φόβο προχώρησε τη ζωή του υπακούοντας στις συμβουλές των επιστημόνων και των αρμόδιων παραγόντων της πολιτείας».