Για την αποτελεσματικότητα και την ασφάλεια των εμβολίων κατά της COVID-19 για τα παιδιά ηλικίας 5-11 ετών, κάνει λόγο σε νέα του ανάρτηση σε μέσο κοινωνικής δικτύωσης, ο καθηγητής Πολιτικής της Υγείας του Κολλεγίου Imperial και της Σχολής Οικονομικών και Πολιτικών Επιστημών του Λονδίνου (LSE), Ηλίας Μόσιαλος. «Η επιλογή ενός γονέα δεν είναι απλά να εμβολιάσει το παιδί του ή όχι. Η επιλογή είναι ανάμεσα σε ένα πολύ αποτελεσματικό εμβόλιο ή στο να ρισκάρει να νοσήσει το παιδί. Ορισμένοι γονείς θα πουν “δεν θα νοσήσει το δικό μου παιδί γιατί προσέχουμε, αποφεύγουμε τον συγχρωτισμό και κάνουμε συχνά τεστ”. Αλλά πως το ξέρουν αυτό;», αναφέρει στην ανάρτησή του ο καθηγητής τονίζοντας ότι οι γονείς πρέπει να άρουν τους δισταγμούς τους και να εμβολιάσουν τα παιδιά .

Ο κ. Μόσιαλος επικαλείται τα αποτελέσματα μιας τυχαιοποιημένης ελεγχόμενης δοκιμής που αξιολόγησε την ασφάλεια και τις ανοσολογικές αποκρίσεις, του εμβολίου σε αυτή την ηλικιακή ο μάδα, βάσει των οποίων εγκρίθηκε το πρώτο εμβόλιο για παιδιά ηλικίας 5-11 ετών. Όπως εξηγεί, η κλινική δοκιμή των Pfizer/BioNTech αρχικά συνέκρινε τρεις δόσεις: 30 μικρογραμμάρια (τη δόση που λαμβάνουν οι ενήλικες), 20 μικρογραμμάρια και 10 μικρογραμμάρια. Η δόση με τα 10 μικρογραμμάρια, που αντιστοιχεί στο ένα τρίτο της δόσης των ενηλίκων, είχε τις λιγότερες παρενέργειες. Ταυτόχρονα το εμβόλιο εξακολουθούσε να δημιουργεί ισχυρές ανοσολογικές αποκρίσεις στα επίπεδα που επιτυγχάνονται με υψηλότερες δόσεις. Στο επόμενο μέρος της δοκιμής, περισσότερα από 2.200 παιδιά ηλικίας 5 έως 11 ετών ανατέθηκαν τυχαία για να λάβουν είτε μια δόση 10 μικρογραμμαρίων του εμβολίου (τα δύο τρίτα των συμμετεχόντων) είτε μια δόση εικονικού φαρμάκου (το ένα τρίτο των συμμετεχόντων). Όλα έκαναν δύο δόσεις με διαφορά τριών εβδομάδων.

Τα παιδιά που έλαβαν το εμβόλιο, είχαν παρόμοιες ανοσοαποκρίσεις με τους νέους ηλικίας 16 έως 25 ετών που είχαν λάβει δύο δόσεις των 30 μικρογραμμαρίων. Αναφορικά με τις πιθανές παρενέργειες που ανησυχούν του γονείς,  ο κ. Μόσιαλος τονίζει ότι «τα περισσότερα παιδιά που συμμετείχαν στην κλινική δοκιμή, δεν είχαν άλλες παρενέργειες εκτός από κάποιο πόνο στο σημείο της ένεσης. Κάποια εμφάνισαν κόπωση, πονοκεφάλους και/ή μυϊκούς πόνους μετά τη δεύτερη δόση (αλλά όχι μετά την πρώτη δόση). Επίσης μόνο το 6% είχαν πυρετό μετά τη δεύτερη δόση του εμβολίου και δεν υπήρξαν περιπτώσεις σοβαρής αλλεργικής αντίδρασης στο εμβόλιο».