Η μελέτη γύρω από την λοίμωξη με τον SARS-CoV-2 και την ανάπτυξη εμβολίων για την COVID-19 θα προσφέρει την ευκαιρία να κατανοήσουμε περισσότερο το ανοσοποιητικό αλλά και να βελτιωθούν τα εμβόλια και για άλλα νοσήματα.
Όπως αναφέρουν οι Καθηγητές της Θεραπευτικής Κλινικής της Ιατρικής Σχολής του ΕΚΠΑ, Ευστάθιος Καστρίτης και Θάνος Δημόπουλος (Πρύτανης ΕΚΠΑ), από δεδομένα γνωστά εδώ και αρκετό καιρό, φαίνεται ότι η πιο μακροχρόνια προστασία τείνει να προέρχεται από εμβόλια ζωντανών ιών. Αυτά αποτελούνται από ιούς που έχουν τροποποιηθεί έτσι ώστε να μην μπορούν να προκαλέσουν ασθένεια.
Επειδή μιμούνται την πραγματική μόλυνση τόσο καλά, τείνουν να προκαλούν μια ανθεκτική απόκριση. Αλλά και τα εμβόλια που περιείχαν ολόκληρο αδρανοποιημένο ιό ή κομμάτια πρωτεϊνών του ιού οδήγησαν επίσης σε ανάπτυξη καλής ανοσολογικής μνήμης. Αυτό που φαίνεται να έχει σημασία, είναι ο χρόνος που κυκλοφορεί το αντιγόνο: δεν χρειάζεται μεν χρόνια μόλυνση, αλλά πρέπει να διατηρείται η διέγερση του ανοσοποιητικού συστήματος για ένα ορισμένο χρονικό διάστημα.
Για τα εμβόλια mRNA, το αντιγόνο παράγεται από κύτταρα στο σώμα (με βάση τις «οδηγίες» από ένα πρότυπο mRNA που κωδικοποιεί μια πρωτεΐνη του ιού). Φαίνεται ότι κυκλοφορεί για σχετικά μικρότερο χρόνο και ίσως αυτό αποτελεί ένα λόγο που ίσως η ανοσία μπορεί να είναι παροδική.
Ο SARS-CoV-2 έχει δώσει στους επιστήμονες μια πληθώρα εμβολίων για να παρατηρήσουν και να συγκρίνουν με φόντο μια ενεργό πανδημία, συμπεριλαμβανομένων αυτών που χρησιμοποιούν ολόκληρο, αδρανοποιημένο ιό, πρωτεΐνη ή mRNA, ή αυτά που βασίζονται σε έναν αδενοϊό, όπως της Oxford–AstraZeneca ή της Johnson & Johnson. Η μελέτη τους είχε μερικές εκπλήξεις. Έτσι, η ανταπόκριση μετά από εμβολιασμό με το εμβόλιο της Johnson & Johnson, για παράδειγμα, προκαλεί μια πιο αδύναμη ανοσοαπόκριση από τα εμβόλια mRNA αρχικά, αλλά στη συνέχεια αρχίζει να βελτιώνεται με την πάροδο του χρόνου.
Οι ερευνητές προσπαθούν επίσης να καταλάβουν τι συμβαίνει όταν οι εμβολιασμοί γίνονται με διαφορετικά εμβόλια. Μια μελέτη στο Ηνωμένο Βασίλειο, διερευνά αυτό το φαινόμενο από τις αρχές της πανδημίας και τα πιο πρόσφατα δεδομένα δείχνουν ότι τα άτομα που έλαβαν μια πρώτη δόση είτε Oxford–AstraZeneca είτε Pfizer–BioNTech ακολουθούμενα από Moderna είχαν υψηλότερη ανταπόκριση αντισωμάτων από εκείνα που έλαβαν μια δεύτερη δόση του ίδιου εμβολίου. Πιθανά λοιπόν, η ανάμειξη διαφορετικών ειδών εμβολίων μπορεί να δημιουργεί μια πιο ευέλικτη, ποικιλόμορφη ανοσολογική μνήμη.
Η προσθήκη περισσότερων στόχων μέσα στα εμβόλια μπορεί επίσης να προκαλέσει καλύτερη προστασία. Τα πιο αποτελεσματικά τρέχοντα εμβόλια στοχεύουν την πρωτεΐνη-ακίδα, αλλά τα Τ-λεμφοκύτταρα μπορούν να δουν ολόκληρο τον ιό. Η ανοσολογική μνήμη εξαρτάται χονδρικά από τρεις βραχίονες: ο ένας αντιπροσωπεύει την απόκριση μέσω των αντισωμάτων, ο άλλος είναι τα Β-λεμφοκύτταρα μνήμης και ο τρίτος τα Τ-λεμφοκύτταρα μνήμης. Καθένας είναι σημαντικός και πρέπει να λαμβάνεται υπόψη στο σχεδιασμό του εμβολίου.
Ένα εμβόλιο με ευρεία, ανθεκτική στο χρόνο, εξουδετερωτική δραστικότητα κατά του SARS-CoV-2 θα ήταν ιδιαίτερα φιλόδοξο και πιθανά ανέφικτο. Για τέτοιου είδους παθογόνα, η προστασία από την σοβαρή νόσο ίσως να είναι το καλύτερο που μπορεί να ελπίζουμε.