Το όριο για τη διάγνωση του διαβήτη τύπου 2 θα πρέπει να μειωθεί σε προεμμηνοπαυσιακές γυναίκες, καθώς τα αποτελέσματα των εξετάσεων αίματος για την πάθηση μπορεί να αλλοιωθούν από την έμμηνο ρύση, προτείνει μια νέα μελέτη. Η διάγνωση του διαβήτη τύπου 2 βασίζεται κυρίως σε μια εξέταση που υπολογίζει το μέσο επίπεδο σακχάρου στο αίμα τους τελευταίους τρεις μήνες μετρώντας πόσα μόρια σακχάρου είναι συνδεδεμένα με μόρια αιμοσφαιρίνης A1c (HbA1c) που μεταφέρουν οξυγόνο.
Αλλά το αίμα που χάνεται κατά τη διάρκεια της εμμήνου ρύσεως φέρει μαζί του αυτά τα μόρια σακχάρου, σημείωσαν οι ερευνητές σε μια παρουσίαση το Σάββατο στην ετήσια συνάντηση της Ευρωπαϊκής Ένωσης για τη Μελέτη του Διαβήτη (EASD) στο Αμβούργο.
Όταν οι ερευνητές ανέλυσαν τα αποτελέσματα των τεστ HbA1c σε περισσότερους από ένα εκατομμύριο Βρετανούς ενήλικες που δεν είχαν διαγνωστεί με διαβήτη, βρήκαν ότι τα επίπεδα στις γυναίκες κάτω των 50 ετών ήταν σταθερά χαμηλότερα από ότι σε άνδρες παρόμοιας ηλικίας.
«Ένα σημείο τομής για τον σακχαρώδη διαβήτη που δεν λαμβάνει υπόψη τις διαφορές των φύλων στη νόσο θα μπορούσε ενδεχομένως να οδηγήσει σε υποδιάγνωση του σακχαρώδη διαβήτη στις γυναίκες και σε χαμένες ευκαιρίες για παρέμβαση», ανέφεραν οι ερευνητές.
Εάν αυτό το όριο μειωνόταν ελαφρώς στα 46 mmol/mol (6,4%) για τις γυναίκες κάτω των 50 ετών, επιπλέον 35.345 αδιάγνωστες επί του παρόντος γυναίκες στην Αγγλία θα μπορούσαν να διαγνωστούν με διαβήτη τύπου 2 και θα μπορούσαν να λάβουν θεραπεία για τη βελτίωση της υγείας τους, είπαν οι ερευνητές.
Τα αποτελέσματα της μελέτης δημοσιεύτηκαν επίσης και στο Diabetes Therapy.