Ενδιαφέροντα αποτελέσματα, τόσο για τη διαχείριση φαρμάκων στην Ελλάδα, όσο και για τη χρήση υπηρεσιών υγείας, προκύπτουν από την πανελλαδική έρευνα κοινής γνώμης του οργανισμού GIVMED | Share medicine Share life, που πραγματοποιήθηκε  με την επιστημονική επιμέλεια του Ινστιτούτου Πολιτικής Υγείας και της διαΝΕΟσις. Από την μεγάλη πλειοψηφία που δηλώνει ότι έκανε χρήση των υπηρεσιών υγείας τον τελευταίο χρόνο, το 77,5% (δηλαδή το 68,2% του συνόλου των ερωτώμενων) κατανάλωσε φάρμακα. Όσον αφορά τη διαχείριση των ληγμένων φαρμάκων που βρίσκουν οι ερωτώμενοι στο σπίτι τους, 1 στους 2 (51,8%) δηλώνουν ότι βρήκαν, λιγότερα ή περισσότερα, ληγμένα φάρμακα στο σπίτι τους την τελευταία φορά που έλεγξαν. Σε άλλη σχετική ερώτηση απαντούν ότι κατά μέσο όρο, βρήκαν 2,9 κουτιά με ληγμένα φάρμακα. 1 στους 5 από όσους βρήκαν ληγμένα φάρμακα, δηλώνουν ότι βρήκαν περισσότερα από 4 κουτιά. Περισσότεροι από τους μισούς (55,1%) δηλώνουν ότι τα πετούν στα σκουπίδια, πράγμα που αποτελεί πρόκληση για την προστασία του περιβάλλοντος, ενώ 37,8% των ερωτώμενων δηλώνουν ότι τα επιστρέφουν στα φαρμακεία. Περίπου 1 στους 4 δηλώνουν ότι έχουν δωρίσει μη ληγμένα φάρμακα τον τελευταίο χρόνο: κατά μέσο όρο, 5,6 κουτιά. Από εκείνους, όμως, που δηλώνουν ότι δεν δώρισαν φάρμακα 1 στους 5 δηλώνουν ότι δεν γνώριζαν πού να τα δωρίσουν. Συνολικά από τα αποτελέσματα προκύπτει ότι κάθε χρόνο στην Ελλάδα πετιούνται περισσότερα από 40 εκατομμύρια κουτιά με φάρμακα.

Όσον αφορά τη χρήση υπηρεσιών υγείας, 22% δήλωσαν ότι τον τελευταίο χρόνο υπήρξαν φορές που δεν έκαναν χρήση υπηρεσιών υγείας που χρειάζονταν λόγω του κόστους. Κάνοντας την αναγωγή στο σύνολο του ελληνικού πληθυσμού, το ποσοστό αυτό αντιστοιχεί σε 1,9 εκατομμύρια άτομα. Επιπλέον, οι ερωτώμενοι υπολόγισαν το μέσο κόστος για τις ανάγκες της υγείας τους τον τελευταίο χρόνο στα 955 ευρώ. 14% του πληθυσμού, δηλαδή περίπου 1 στους 7, δηλώνουν ότι ξόδεψαν περισσότερο από 1.000 ευρώ. Είναι επίσης ενδιαφέρον ότι αρκετά μεγάλο μέρος του δείγματος, περίπου 1 στους 4 (23,3%) δεν γνωρίζει ή δεν απάντησε το ποσό που ξόδεψε. Αναλύοντας σε μεγαλύτερο βάθος τα αποτελέσματα φαίνεται ότι, τουλάχιστον στη συγκεκριμένη έρευνα, το εισόδημα δεν φαίνεται να επηρεάζει σημαντικά το ύψος των δαπανών υγείας. Σύμφωνα με τον Κ. Σουλιώτη, “το εύρημα αυτό επιβεβαιώνει την ανελαστικότητα των δαπανών υγείας σε σχέση με το εισόδημα και αναδεικνύει το πρόβλημα της ανάγκης καταβολής άμεσων πληρωμών για φροντίδες υγείας από άτομα χαμηλού εισοδήματος”. Επιπλέον, 1 στους 4 δηλώνει ότι είναι φροντιστής ή κηδεμόνας κάποιου ατόμου. Αντίστοιχα, 4 στους 10 δηλώνουν ότι έχουν διαγνωστεί με χρόνιο πρόβλημα υγείας. Το ποσοστό αυτό είναι μάλιστα αυξημένο κατά περίπου 9 μονάδες στις γυναίκες σε σχέση με τους άνδρες και, όπως είναι αναμενόμενο, αυξάνεται με την ηλικία. Επιπλέον, τα άτομα με χαμηλότερο εισόδημα είναι επίσης πιο πιθανό να έχουν χρόνιο πρόβλημα υγείας.

Η συλλογή των δεδομένων της έρευνας έγινε από την εταιρεία ProRata στο διάστημα 6-13 Δεκεμβρίου του 2023, σε δείγμα 1.000 ατόμων, αντιπροσωπευτικό του γενικού πληθυσμού.