Στον επιστημονικό χώρο υπάρχει αυξανόμενο ενδιαφέρον για τον εντοπισμό παραγόντων κινδύνου που θα μπορούσαν να τροποποιηθούν—δηλαδή παραγόντων που, αν εντοπιστούν και αντιμετωπιστούν εγκαίρως, ενδέχεται να μειώσουν τον κίνδυνο ανάπτυξης παγκρεατικού καρκίνου. Ένας από αυτούς τους πιθανούς παράγοντες είναι η χρόνια λοίμωξη από τον ιό της ηπατίτιδας C (HCV), ο οποίος είναι ήδη γνωστό ότι συμβάλλει στην ανάπτυξη άλλων τύπων καρκίνου. Η Καθηγήτρια Θεραπευτικής – Επιδημιολογίας – Προληπτικής Ιατρικής, Παθολόγος, Θεοδώρα Ψαλτοπούλου και η Αλεξάνδρα Σταυροπούλου (Βιολόγος), παραθέτουν τα κυριότερα στοιχεία σχετικής μελέτης.

Η ηπατίτιδα C, ένας ιός που μολύνει περίπου τέσσερα εκατομμύρια άτομα στις ΗΠΑ, είναι πλέον θεραπεύσιμη χάρη στα αντιιικά φάρμακα άμεσης δράσης, τα οποία επιτυγχάνουν ίαση σε ποσοστά που ξεπερνούν το 95% μέσα σε 8–12 εβδομάδες. Παρά τις τεράστιες προόδους στη θεραπεία, ο ιός εξακολουθεί να κυκλοφορεί στην κοινότητα λόγω χαμηλής ενημέρωσης, ανεπαρκούς πρόσβασης σε υπηρεσίες υγείας και κοινωνικού στίγματος. Το ερευνητικό ενδιαφέρον πλέον στρέφεται στο εάν η χρόνια λοίμωξη από HCV αυξάνει τον κίνδυνο εμφάνισης παγκρεατικού καρκίνου, και ειδικότερα του πιο συχνού τύπου, του παγκρεατικού πόρου αδενοκαρκινώματος (PDAC).

Μια από τις μεγαλύτερες και πλέον σημαντικές μελέτες μέχρι σήμερα, που δησμοσιεύθηκε πρόσφατα στο έγκριτο περιοδικό JAMA Netw Open, διεξήχθη στο σύστημα Υγείας των Βετεράνων των ΗΠΑ, το οποίο διαθέτει τον μεγαλύτερο ενιαίο ηλεκτρονικό φάκελο υγείας στη χώρα. Στη μελέτη αυτή αναλύθηκαν τα δεδομένα περισσότερων από 6,3 εκατομμυρίων βετεράνων που είχαν εξεταστεί για ηπατίτιδα C, εκ των οποίων περίπου 4% είχαν χρόνια λοίμωξη. Κατά την περίοδο παρακολούθησης, καταγράφηκαν πάνω από 33.000 περιστατικά παγκρεατικού καρκίνου. Όσοι είχαν χρόνια HCV παρουσίαζαν 1,8 φορές υψηλότερο κίνδυνο εμφάνισης PDAC σε σύγκριση με άτομα χωρίς λοίμωξη. Ακόμη κι όσοι είχαν εκτεθεί στον ιό παλαιότερα αλλά δεν είχαν ενεργό λοίμωξη εμφάνιζαν αυξημένο κίνδυνο, αν και σε μικρότερο βαθμό.

Ένα ακόμη ενδιαφέρον εύρημα ήταν η ηλικία διάγνωσης: οι ασθενείς με χρόνια HCV εμφάνιζαν καρκίνο του παγκρέατος σε σημαντικά νεότερη ηλικία από εκείνους χωρίς λοίμωξη. Αυτό σημαίνει ότι η παρουσία του ιού ενδέχεται να επιταχύνει την καρκινική διαδικασία, πιθανώς μέσα από χρόνια φλεγμονή και ανοσολογική δυσλειτουργία—μηχανισμοί που έχουν ήδη τεκμηριωθεί σε άλλους τύπους καρκίνου που σχετίζονται με τον HCV.

Εξίσου σημαντική ήταν και η ανάλυση ανά γονότυπο του ιού. Ο HCV διαθέτει οκτώ διαφορετικούς γονότυπους, οι οποίοι μπορεί να επηρεάζουν με διαφορετικό τρόπο την εξέλιξη της νόσου. Η μελέτη έδειξε ότι τα άτομα με τον γονότυπο 3 είχαν τον υψηλότερο κίνδυνο, ακολουθούμενα από τον γονότυπο 1, ο οποίος είναι και ο συχνότερος στις ΗΠΑ. Αυτό το εύρημα όχι μόνο ενισχύει τη συσχέτιση αλλά και ανοίγει τον δρόμο για μελλοντικές έρευνες που θα εξετάσουν γιατί ορισμένοι γονότυποι είναι πιο «επιθετικοί» από άλλους.

Η σημασία αυτής της συσχέτισης είναι καθοριστική σε μια εποχή όπου δεν υπάρχουν ακόμα αξιόπιστες μέθοδοι προληπτικού ελέγχου για καρκίνο του παγκρέατος στο γενικό πληθυσμό. Η στόχευση σε άτομα υψηλού κινδύνου, όπως άτομα με χρόνια HCV, θα μπορούσε να αποτελέσει τη βάση για πιο εξατομικευμένες στρατηγικές επιτήρησης στο μέλλον.