Ο χρόνιος πόνος αναδεικνύεται σε μία από τις μεγαλύτερες προκλήσεις δημόσιας υγείας στην Ελλάδα, με περισσότερους από 1 στους 4 πολίτες να ζουν με ρευματικά ή μυοσκελετικά νοσήματα και να αντιμετωπίζουν καθημερινές επιπτώσεις στη ζωή, την εργασία και την ψυχική τους υγεία. Η υποτίμηση του πόνου, η καθυστερημένη διάγνωση και η ελλιπής ενημέρωση συνεχίζουν να επιβαρύνουν τους ασθενείς, αναδεικνύοντας την ανάγκη για οργανωμένη, διεπιστημονική και εθνικής κλίμακας προσέγγιση.

Σε αυτό το πλαίσιο, περισσότερα από 100 άτομα – γιατροί, ψυχολόγοι, επαγγελματίες υγείας, ασθενείς και φροντιστές – συμμετείχαν πρόσφατα  στο συνέδριο που πραγματοποιήθηκε στην Αθήνα, φωτίζοντας τις βιολογικές, ψυχολογικές, κοινωνικές και συναισθηματικές διαστάσεις του χρόνιου πόνου. Το συνέδριο τελούσε υπό την Αιγίδα της Περιφέρειας Αττικής, του Εργαστηρίου Κλινικής Φαρμακολογίας, Τμήμα Ιατρικής, Σχολή Επιστημών Υγείας, Α.Π.Θ., του Πανελληνίου Ιατρικού Συλλόγου, του Πανελληνίου Φαρμακευτικού Συλλόγου και του Ιατρικού Συλλόγου Αθηνών, και πραγματοποιήθηκε με τη συνεργασία του Συνδέσμου Ρευματοπαθών Κύπρου (ΣΥΡΕΚ).

Ειδικοί από την Ελλάδα και την Κύπρο τόνισαν ότι ο χρόνιος πόνος δεν είναι απλώς σύμπτωμα, αλλά νόσος και χρειάζεται εξατομικευμένη, ολιστική φροντίδα.

Σε διεθνές επίπεδο, ο ΠΟΥ έχει αναγνωρίσει τον χρόνιο πόνο ως αυτόνομη νόσο μέσω της ταξινόμησης ICD-11, η οποία βρίσκεται ήδη σε ισχύ παγκοσμίως.

Στην Ελλάδα, παρότι το ICD-11 δεν έχει ακόμη ενσωματωθεί πλήρως στο εθνικό σύστημα υγείας, η επιστημονική κοινότητα υιοθετεί ολοένα και περισσότερο αυτή τη σύγχρονη προσέγγιση, αναγνωρίζοντας τον χρόνιο πόνο ως πολυδιάστατη και σύνθετη κατάσταση που απαιτεί ολιστική φροντίδα.